ΑΕΙ – ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5: ΑΕΙ – ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ

5.1. Εισαγωγή

Οι χώροι της γνώσης, της έρευνας, της τεχνολογίας, της καινοτομίας και του πολιτισμού –με προεξάρχον το σημαντικό ανθρώπινο δυναμικό της Ελληνικής Ανώτατης Εκπαίδευσης και της Έρευνας- καλούνται να διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο στην ταχεία και ουσιαστική έξοδο από την βαθύτατη κρίση, με στόχο την οικονομική ανάπτυξη, την κοινωνική ευημερία και την αξιοποίηση των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας.

Δυστυχώς, το σύστημα Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης της χώρας σήμερα είναι ανήμπορο να ανταποκριθεί επαρκώς σε αυτές τις εθνικές απαιτήσεις και προτεραιότητες. Ευρισκόμενο την τελευταία εικοσιπενταετία μέσα σε μια συνεχή μεταρρυθμιστική ρευστότητα, έχει περιέλθει σε ένα παρατεταμένο λειτουργικό κενό, το οποίο τα τελευταία χρόνια μετεξελίσσεται πλέον σε θεσμικό.

Τα τραγικά λάθη στρατηγικής και τακτικής που έγιναν διαχρονικά από τις εκάστοτε ηγεσίες του Υπουργείου Παιδείας, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, και από ένα ευρύτατο φάσμα πολιτικών δυνάμεων της χώρας οδήγησαν σε μεγάλες και αδικαιολόγητες καθυστερήσεις της μεταρρυθμιστικής πορείας.

Η απουσία συμμαχιών με το δυναμικό και δημιουργικό κομμάτι των καθηγητών και των ερευνητών των πανεπιστημίων, η δημαγωγική εμπλοκή ομάδων φοιτητών στη διοίκηση και εκλογή μονομελών οργάνων των Πανεπιστημίων, η αδυναμία ουσιαστικής εμπλοκής και τελικά συμβολής στο διάλογο των πολιτικών κομμάτων – ακόμα και αυτών που δεν έχουν ως σημαία τους πάντα το «όχι σε όλα» και δεν καλύπτουν τους ποικίλους καταστροφείς των ΑΕΙ, καθώς και η ανυπαρξία ενός σαφούς επιχειρησιακού σχεδίου εφαρμογής του θεσμικού πλαισίου, έχουν οδηγήσει το σύστημα της Ελληνικής Ανώτατης Εκπαίδευσης και της Έρευνας στο σημερινό «θλιβερό τέλμα της μετάβασης».

Συνοψίζοντας, το πολιτικό προσωπικό της χώρας, στο σύνολό του σχεδόν, αποδείχτηκε ανεπαρκές και, σε ορισμένα θέματα, τραγικά επικίνδυνο, όπως άλλωστε και σε άλλες μείζονες μεταρρυθμιστικές προσπάθειες (βλέπε πολιτικό σύστημα, διοικητική αναδιοργάνωση του κράτους, οικονομικό & παραγωγικό μοντέλο).

Όμως υπάρχουν ευθύνες και από την πλευρά των ΑΕΙ. Η βίαιη παρεμπόδιση της διαδικασίας εκλογής των Συμβουλίων Ιδρύματος (Σ.Ι.) σε όλα ανεξαιρέτως τα ΑΕΙ, με κεντρικά σχεδιασμένες «πολεμικές επιχειρήσεις» και με μεταφερόμενες «ομάδες κρούσης» καθοδηγούμενες από τα κόμματα της «όχι σε όλα Αριστεράς» σε αγαστή συνεργασία με ομάδες της υπερσυντηρητικής δεξιάς είναι ενέργειες που θυμίζουν σκοτεινές περιόδους της πρόσφατης πολιτικής ιστορίας της πατρίδας μας –κατά τις δεκαετίες του 1950 και του 1960- και τις παρακρατικές δυνάμεις που κυριαρχούσαν τότε.

Η συντριπτική πλειονότητα των λειτουργών της Ανώτατης Εκπαίδευσης, ανεξάρτητα από τον βαθμό συμφωνίας ή διαφωνίας με το ισχύον θεσμικό πλαίσιο, εκφράστηκε με πολλούς τρόπους πεντακάθαρα υπέρ της νομιμότητας και εναντίον της γενικευμένης ανομίας, που υπερασπίζεται η ισχνή μειοψηφία των βιαίως αντιδρώντων.

Η παράταση της στασιμότητας καθιστά κεντρικό διακύβευμα της περιόδου το μεταρρυθμιστικό εγχείρημα στα ΑΕΙ συνολικά.

5.2. Διακυβέρνηση της Ανώτατης Εκπαίδευσης

Ο όρος διακυβέρνηση εστιάζεται στους κανόνες και τους μηχανισμούς με τους οποίους διάφοροι συμμέτοχοι επηρεάζουν τις αποφάσεις, πώς λογοδοτούν και σε ποιον. Αναλυτικότερα, στο πεδίο της ανώτατης εκπαίδευσης, η διακυβέρνηση αναφέρεται στην τυπική και άτυπη άσκηση της εξουσίας σύμφωνα με νόμους, πολιτικές και κανόνες που διατυπώνουν τα δικαιώματα και τις αρμοδιότητες διαφόρων συμμέτοχων, καθώς και τους κανόνες με τους οποίους αυτοί αλληλεπιδρούν. Με άλλα λόγια, η έννοια της διακυβέρνησης συμπεριλαμβάνει το πλαίσιο μέσα στο οποίο ένα ίδρυμα επιδιώκει τους σκοπούς του, τους στόχους και τις πολιτικές με τρόπο συνεπή και συντονισμένο, απαντώντας έτσι στο ερώτημα «ποιος αποφασίζει για τι, πότε και με ποιον τρόπο». Σε αντιδιαστολή, ο όρος διοίκηση αναφέρεται στην υλοποίηση ενός συνόλου στόχων που επιδιώκονται από ένα ίδρυμα στη βάση υπαρχόντων κανόνων, απαντώντας έτσι στο ερώτημα «πώς εφαρμόζονται οι κανόνες». Η διακυβέρνηση διακρίνεται στην εσωτερική (ιδρυματική) και στην εξωτερική (συστημική) διακυβέρνηση των ΑΕΙ. Η εσωτερική διακυβέρνηση αναφέρεται στις ρυθμίσεις στο εσωτερικό των ΑΕΙ (π.χ. ιεραρχία διοίκησης, διαδικασίες λήψης αποφάσεων, χρηματοδότηση και προσωπικό), ενώ η εξωτερική διακυβέρνηση αναφέρεται στις ρυθμίσεις στο μακρο-επίπεδο και στο επίπεδο συστήματος (π.χ. νόμοι και διατάγματα, χρηματοδότηση, αξιολογήσεις).

5.2.1. Εξωτερική διακυβέρνηση

Η εξωτερική διακυβέρνηση αφορά κυρίως στις σχέσεις του κράτους με τα ΑΕΙ, αν και στην Ευρώπη ήδη από τη δεκαετία του 1990 παρατηρείται αύξηση των μερών που εμπλέκονται στην εξωτερική διακυβέρνηση, κυρίως στην κατεύθυνση της εμπλοκής εταίρων από τις παραγωγικές δυνάμεις. Η επικρατούσα τάση είναι ο ρόλος του κράτους να είναι επιτελικός, δηλαδή το κράτος θέτει τους κανόνες του παιχνιδιού και καθορίζει τα επιθυμητά αποτελέσματα, αφήνοντας τα υπόλοιπα στην αυτορρύθμιση.

Στην Ελλάδα σήμερα το μόνο όργανο που έχει αποφασιστική αρμοδιότητα στην εξωτερική διακυβέρνηση των Πανεπιστημίων είναι η Κυβέρνηση της χώρας, μέσω κυρίως του Υπουργείου Παιδείας. Η Κυβέρνηση χρησιμοποιεί ως συμβουλευτικό-γνωμοδοτικό όργανο το Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας (ΕΣΥΠ), και τα συστατικά (διακριτά) αυτού μέρη, δηλαδή το Συμβούλιο Ανώτατης Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (ΣΑΠΕ) και το Συμβούλιο Ανώτατης Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (ΣΑΤΕ). Η Σύνοδος Πρυτάνεων των Πανεπιστημίων και η Σύνοδος των Προέδρων ΤΕΙ είναι άτυπα όργανα, χωρίς αναγνωρισμένες θεσμικές αρμοδιότητες και, ως εκ τούτου, με περιορισμένη δυνατότητα επιρροής των πολιτικών αποφάσεων. Τέλος, η ανεξάρτητη Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας και Πιστοποίησης στην Ανώτατη Εκπαίδευση (ΑΔΙΠ) έχει την αρμοδιότητα επίβλεψης και συντονισμού του συστήματος διασφάλισης της ποιότητας στην ανώτατη εκπαίδευση. Η συμμετοχή των παραγωγικών εταίρων στο όλο σύστημα περιορίζεται στη συμμετοχή τους στα παραπάνω συμβουλευτικά-γνωμοδοτικά όργανα και στην ΑΔΙΠ.

Η κατάσταση αυτή δεν απέχει σημαντικά από τα ισχύοντα σε όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες. Θα μπορούσε λοιπόν εύλογα να θεωρήσει κανείς ότι δεν υπάρχει αποχρών λόγος αλλαγής του μοντέλου εξωτερικής διακυβέρνησης. Όμως, αν και το πλαίσιο είναι στις γενικές του γραμμές περίπου το ίδιο, οι αρμοδιότητες των επί μέρους συντελεστών του και, επομένως, η πρακτική εφαρμογή του στην Ελλάδα διαφέρει σημαντικά απ’ ό,τι σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες.

Προτείνεται το ΥΠΕΘ να εποπτεύει τα ΑΕΙ ως προς τη συμμόρφωσή τους με τη νομοθεσία, να καθορίζει τις κατευθύνσεις που η χώρα θα ακολουθήσει στον τομέα της ανώτατης εκπαίδευσης σε μέσο-μακροπρόθεσμο ορίζοντα, να εκπονεί τα ανάλογα στρατηγικά σχέδια, να θέτει προτεραιότητες και να διαμορφώνει τις πολιτικές εκείνες που θα υποστηρίξουν αποτελεσματικά τους τεθέντες, σε εθνικό επίπεδο, στόχους. Επομένως, ο σημερινός ρόλος του ΥΠΕΘ που, εν πολλοίς, βλέπει τα ΑΕΙ ως εποπτευόμενες δημόσιες υπηρεσίες, εγκαταλείπεται και το ΥΠΕΘ μετεξελίσσεται σε επιτελικό όργανο που λαμβάνει στρατηγικού τύπου αποφάσεις, σχεδιάζει δε και εφαρμόζει τις πολιτικές που θα στηρίξουν τις αποφάσεις αυτές. Στον ρόλο του αυτόν το ΥΠΕΘ επικουρείται συμβουλευτικά από το ΕΣΥΠ, που αναδιοργανώνεται.

Προκειμένου να διασφαλισθεί η αποτελεσματική και αποδοτική υλοποίηση των στρατηγικών αποφάσεων και κατευθύνσεων του ΥΠΕΘ από τα αυτοδιοικούμενα Πανεπιστήμια, διευρύνεται ο ρόλος και οι αρμοδιότητες της ΑΔΙΠ, η οποία λειτουργεί ως αποτελεσματικός ενδιάμεσος μεταξύ του ΥΠΕΘ και των ΑΕΙ για όλα τα θέματα της ανώτατης εκπαίδευσης, συμπεριλαμβανομένων και των μηχανισμών χρηματοδότησής της.

Η Σύνοδος Πρυτάνεων των Πανεπιστημίων και η Σύνοδος των Προέδρων ΤΕΙ αναγνωρίζονται θεσμικά και αναλαμβάνουν ρόλο εισηγητικό και γνωμοδοτικό προς το ΥΠΕΘ και την ΑΔΙΠ, σε θέματα που σχετίζονται με την ανάπτυξη της ανώτατης εκπαίδευσης, τη σχετική νομοθεσία και τους κανόνες λειτουργίας των ΑΕΙ.

5.2.2 Εσωτερική διακυβέρνηση

Η κυριαρχούσα τάση στην εσωτερική διακυβέρνηση, πάλι σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, είναι η αύξηση της αυτοτέλειας των ιδρυμάτων. Σε πολλές χώρες, οι νόμοι που ρυθμίζουν τα της ανώτατης εκπαίδευσης είναι νόμοι-πλαίσιο, δηλαδή καθορίζουν ένα γενικό πλαίσιο λειτουργίας και αφήνουν τις λεπτομέρειες εφαρμογής του στα ίδια τα ιδρύματα. Παράλληλα, παρατηρείται μεγαλύτερος βαθμός συγκέντρωσης και κεντρικοποίησης στο εσωτερικό των ιδρυμάτων, με ισχυροποίηση του θεσμού του Πρύτανη μέσω παροχής αυξημένων αρμοδιοτήτων σ’ αυτόν.

Η ισχύουσα σήμερα νομοθεσία, σχετικά με την εσωτερική διακυβέρνηση των ΑΕΙ:

  • Καθιστά, με σαφή και απόλυτο τρόπο, βασική πηγή εξουσίας σε κάθε ΑΕΙ αυτούς που εξ ορισμού έχουν τη γνώση και την εμπειρία, δηλαδή τους ακαδημαϊκούς δασκάλους. Η μη ανάμειξη των φοιτητών στις διαδικασίες εκλογής των οργάνων της διοίκησης (Συμβούλιο Ιδρύματος, Πρύτανης/Πρόεδρος, κλπ), αποδομεί τη γενεσιουργό αιτία μιας από τις μεγάλες πληγές των ΑΕΙ, που αποτελούσαν ένα μόνιμο θερμοκήπιο εντατικής καλλιέργειας συναλλαγής και πολιτικής εκμετάλλευσης της νέας γενιάς και παρήγαγαν σε μεγάλο βαθμό τον πολιτικό πολιτισμό της χώρας με τις τραγικές σημερινές συνέπειες.
  • Καθιστά το ΑΕΙ σε μεγάλο βαθμό αυτοδιοικούμενο και αυτοκαθοριζόμενο, δια του Οργανισμού και του Εσωτερικού Κανονισμού. Η ρύθμιση αυτή καθιστά εφικτή την άσκηση ελέγχου στους ασκούντες διοικητική εξουσία στο ΑΕΙ, έλεγχο που έως τώρα το Υπουργείο δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε να ασκήσει, ακόμη και εάν οι αρμοδιότητές του το επέτρεπαν.
  • Δίνει τη δυνατότητα διαφοροποίησης μεταξύ των ιδρυμάτων δια του Οργανισμού και του Εσωτερικού Κανονισμού. Η δυνατότητα αυτή, σε συνδυασμό με την εκχώρηση στους ακαδημαϊκούς δασκάλους της πηγής εξουσίας, θα οδηγήσει σύντομα σε δυναμικά πανεπιστημιακά ιδρύματα με ιδιαίτερα ακαδημαϊκά χαρακτηριστικά, πράγμα θετικό για την εξέλιξη του όλου συστήματος της ανώτατης εκπαίδευσης.
  • Ενισχύει την αυτοδιοίκηση των ιδρυμάτων, αφού οι εγκρίσεις του Οργανισμού, του εσωτερικού Κανονισμού, των προϋπολογισμών, των τροποποιήσεων προϋπολογισμών, των απολογισμών, της διαχείρισης της περιουσίας των ιδρυμάτων και άλλες αρμοδιότητες περνούν πλέον στη δικαιοδοσία των Συμβουλίων Ιδρυμάτων, αντί του Υπουργού Παιδείας.
  • Θέσπισε το ολιγομελές των σωμάτων διοίκησης και λήψης αποφάσεων, όπως η Σύγκλητος, το Συμβούλιο, η Κοσμητεία και τα εκλεκτορικά σώματα, επιλογή που αυξάνει τις δυνατότητες αποτελεσματικότητας, ευελιξίας και επαγγελματισμού.
  • Προβλέπει όργανα και δομές που προωθούν την ακαδημαϊκή αξιολόγηση, την κοινωνική λογοδοσία και τον ουσιαστικό έλεγχο με εσωτερικές και εξωτερικές διαδικασίες, που από δεκαετίες εφαρμόζονται σε χώρες με ΑΕΙ υψηλών εκπαιδευτικών και ερευνητικών προδιαγραφών.
  • Προβλέπει την αξιολόγησή του μετά την πρώτη τετραετία ισχύος του και την ανά τετραετία διαμόρφωση του προγράμματος εθνικής στρατηγικής από τη νέα ΑΔΙΠ και το Υπουργείο Παιδείας.

Παρά τα θετικά αυτά χαρακτηριστικά, το σύνθετο των ρόλων των βασικών πόλων εξουσίας στο κάθε Ίδρυμα (Συμβούλιο – Πρύτανης/Πρόεδρος – Σύγκλητος – Κοσμήτορες) και η πολυπλοκότητα των μεταξύ τους σχέσεων συνιστά ένα πείραμα που δεν ήταν πάντα επιτυχές. Επομένως, με βάση την εμπειρία εφαρμογής, οι αρμοδιότητες των οργάνων διακυβέρνησης και η σχέση μεταξύ τους πρέπει, αφού αξιολογηθούν, να επανεξετασθούν και, αν χρειαστεί, να ρυθμιστούν κατάλληλα, όπως και το ίδιο το νομοθετικό πλαίσιο εξάλλου προβλέπει.

Βασική μας παραδοχή είναι ότι ο θεσμός των Συμβουλίων Ιδρυμάτων (ΣΙ) είναι διεθνώς δοκιμασμένος και αναντικατάστατος. Όλες ανεξαιρέτως οι αρμοδιότητες που τους αποστέρησε η σημερινή κυβέρνηση πρέπει να αποκατασταθούν, ενώ θα πρέπει να υπάρξει νομοθετική πρόνοια ούτως ώστε να μπορούν να εκλέγονται ως μέλη των ΣΙ επιφανείς προσωπικότητες από τον επιχειρηματικό κόσμο, διακεκριμένοι επαγγελματίες καθώς και άνθρωποι των Γραμμάτων και των Τεχνών.

Τα σημερινά ΑΕΙ αποτελούν πολύπλοκους οργανισμούς ταγμένους να λειτουργούν μέσα σ' ένα παλαιο-γραφειοκρατικό θεσμικό πλαίσιο. Το ΑΕΙ του 21ου αιώνα πρέπει να θεωρηθεί ως ένας αναπτυξιακός οργανισμός με πολλαπλές δυναμικές. Η σύγχρονη αντίληψη οργάνωσής του θα πρέπει να πηγάζει από τις πρακτικές των Επιστημών της Διοίκησης και να ενσωματώνει τεχνικές και θεωρίες από το χώρο της Πληροφορικής και της Επιστήμης των Επικοινωνιών. Επομένως, η δομική αναδιάρθρωση του διοικητικού τομέα των ΑΕΙ θα πρέπει να αποτελέσει μέρος της γενικότερης αναδιάταξης του χώρου. Η σημερινή διοικητική δομή θα πρέπει να αντικατασταθεί με επιτελικές μονάδες στο επίπεδο του Ιδρύματος.

Το σύστημα Ανώτατης Εκπαίδευσης της χώρας θα πρέπει άμεσα να κλείσει το μακρύ κύκλο εσωστρέφειας και να συμβάλει με τη νέα του δομή στη χάραξη εθνικής στρατηγικής για την Ανώτατη Εκπαίδευση και την Έρευνα. Μια στρατηγική που θα πρέπει να περιλαμβάνει θέματα όπως χωροταξικός επανασχεδιασμός, σταθερά περιοδικό πρόγραμμα χρηματοδότησης της έρευνας, ριζική επανεξέταση της ψευδεπίγραφης «δωρεάν παιδείας» (ουσιαστική ενίσχυση των πραγματικά αδυνάμων, αξιολόγηση συγγραμμάτων, κλπ), επανασχεδιασμός του μεταλυκειακού χώρου εκπαίδευσης και κατάρτισης, σύνδεση με την αγορά, διεθνοποίηση των ΑΕΙ, Δια Βίου και Εξ Αποστάσεως Εκπαίδευση, κλπ.

5.3. Ορθολογικός Σχεδιασμός της Οργάνωσης και Χωροθέτησης του Ενιαίου Χώρου της Ανώτατης Εκπαίδευσης και της Έρευνας

Ο σημερινός ιστός της Ανώτατης Εκπαίδευσης και της Έρευνας είναι αποτέλεσμα μιας μαζικής ποσοτικής διεύρυνσης, της οποίας η αναγκαιότητα δεν εδράζεται σε στέρεα ακαδημαϊκά ή αναπτυξιακά κριτήρια. Έχει κατ’ επανάληψη τεκμηριωθεί η αναγκαιότητα του να τεθεί σε προτεραιότητα η ποιότητα έναντι της ποσότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση. Η Ελλάδα δεν μπορεί να συντηρεί (τόσο οικονομικά όσο και με ανθρώπινο δυναμικό) 22 πανεπιστήμια και 14 ΤΕΙ με 500 Τμήματα και ισάριθμα προγράμματα σπουδών σε 69 πόλεις, όπως δεν μπορεί να εντάσσει στην Ανωτάτη Εκπαίδευση δεκάδες Τμημάτων με ασαφές και διεθνώς μοναδικό γνωστικό αντικείμενο, αλλά και Τμήματα που θα έπρεπε να εντάσσονται στη μεταλυκειακή διετή επαγγελματική κατάρτιση.

Διαχρονικός στόχος της Πολιτείας θα πρέπει να είναι η δημιουργία Ιδρυμάτων Ανώτατης Εκπαίδευσης με ποιότητα διεθνούς εμβέλειας, αφού λάβει υπόψη της ότι στην Ευρώπη ο κανόνας είναι να λειτουργεί ένα Ίδρυμα ανά ένα εκατομμύριο κατοίκους. Ο νησιωτικός χαρακτήρας της χώρας μας θα μπορούσε να δικαιολογήσει την ύπαρξη λίγο περισσοτέρων Ιδρυμάτων, δύσκολα όμως τεκμηριώνεται η αναγκαιότητα λειτουργίας 36 ΑΕΙ σε μια χώρα με έντεκα εκατομμύρια κατοίκους.

Χρειάζεται, τώρα περισσότερο από ποτέ, καλά τεκμηριωμένη αναδιάρθρωση του χάρτη των ΑΕΙ της χώρας. Αναδιάρθρωση που θα στηρίζεται σε ένα μακρόπνοο σχέδιο κοινωνικής ανασυγκρότησης και στρατηγικής οικονομικής ανάπτυξης της χώρας.

Ο αναγκαίος ορθολογικός ανασχεδιασμός της οργάνωσης και χωροθέτησης των Ιδρυμάτων της Ανώτατης Εκπαίδευσης και της Έρευνας πρέπει να εκπονηθεί στο πλαίσιο ενός ολοκληρωμένου μακροπρόθεσμου στρατηγικού σχεδιασμού για την Παιδεία, την Έρευνα και την Καινοτομία που οφείλει να διαμορφώσει άμεσα η Ελληνική Πολιτεία, ανεξάρτητα από μνημόνια και, κυρίως, από συγκυριακές-πελατειακές πολιτικές και κοντόφθαλμες επιλογές. Για να είναι αποτελεσματική η διαδικασία αυτή, θα πρέπει να εξασφαλιστεί ότι ο σχεδιασμός θα περιλαμβάνει οπωσδήποτε, πέραν της Ανώτατης Εκπαίδευσης, τους ευρύτερους χώρους (α) των Ερευνητικών Κέντρων, Ινστιτούτων και Τεχνολογικών Φορέων και (β) της Μεταλυκειακής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης, συμπεριλαμβανομένης και της γκρίζας ζώνης των Κολεγίων και των αυτοαποκαλουμένων «Ιδιωτικών Πανεπιστημίων», ενός χώρου όπου η κατάσταση είναι χαώδης.

Η θέσπιση ενιαίων κριτηρίων καθολικής εφαρμογής για τις αλλαγές του ακαδημαϊκού και ερευνητικού χάρτη της χώρας, με στόχο την ενίσχυση του ακαδημαϊκού και ερευνητικού συστήματος, θα πρέπει να λάβει υπόψη την πλούσια και μακρόχρονη εμπειρία που υπάρχει στον ευρωπαϊκό χώρο στα θέματα των συνεργασιών, συνενώσεων και συγχωνεύσεων Ιδρυμάτων της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης και της Έρευνας. Θεωρούμε ότι κριτήρια εκ των ων ουκ άνευ θα πρέπει να είναι:

  • Η ποιότητα των υφιστάμενων μονάδων με βάση την εξωτερική αξιολόγηση.
  • Η αντιστοίχιση των προσόντων των αποφοίτων με το ευρωπαϊκό σύστημα προσόντων και οι προοπτικές επαγγελματικής τους απασχόλησης.
  • Οι αναπτυξιακές, οικονομικές, πολιτιστικές και κοινωνικές ανάγκες της χώρας, τόσο σε κεντρικό όσο και σε περιφερειακό επίπεδο.
  • Η βελτίωση της κινητικότητας των φοιτητών και φοιτητριών -σε όλους τους κύκλους σπουδών- και των νέων ερευνητών.
  • Η αποτελεσματικότερη αξιοποίηση των διαθέσιμων οικονομικών πόρων, εγκαταστάσεων και ανθρώπινου δυναμικού, μέσω της ενοποίησης των χώρων της Ανώτατης Εκπαίδευσης και της Έρευνας.

Είναι αδήριτη ανάγκη η διαμόρφωση ενός ολοκληρωμένου σχεδίου και οδικού χάρτη υλοποίησης του ανασχεδιασμού. Αυτά θα διαμορφωθούν με βάση προεκπονηθείσα άρτια μελέτη, με ουσιαστική διαβούλευση μεταξύ όλων των εμπλεκομένων σε πνεύμα ειλικρίνειας και αμοιβαίας εμπιστοσύνης, καθώς και με την απόλυτη και καθολική τήρηση των χρονοδιαγραμμάτων εφαρμογής των όποιων τελικών αποφάσεων ληφθούν από την Πολιτεία.

5.3.1 Αναδιάρθρωση Ειδικοτήτων ΕΕΚ και Τμημάτων ΑΕΙ

Σήμερα, η λειτουργία των ειδικοτήτων στη Δευτεροβάθμια και στη Μεταδευτεροβάθμια Εκπαίδευση και Κατάρτιση καθώς και η λειτουργία των Τμημάτων στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση απέχει σημαντικά από τις πραγματικές παραγωγικές ανάγκες της χώρας. Επίσης, σε πολλές περιπτώσεις η ίδια ειδικότητα προσφέρεται σε διαφορετικά επίπεδα του Εκπαιδευτικού Συστήματος, χωρίς αυτό να είναι αναγκαίο (π.χ. ΕΠΑΛ, ΙΕΚ, ΤΕΙ).

Συνέπεια αυτής της πρακτικής είναι η δυσκολία καθορισμού των Επαγγελματικών Δικαιωμάτων που αποδίδουν τα διαφορετικά εκπαιδευτικά επίπεδα. Έτσι, συντεχνιακά συμφέροντα εμποδίζουν την απόδοση Επαγγελματικών Δικαιωμάτων σε κάποιες κατηγορίες αποφοίτων ή, προβάλλοντας τεχνητούς διαχωρισμούς, επιτυγχάνουν τη διαφοροποίηση Επαγγελματικών Δικαιωμάτων με βάση την προϋπηρεσία.

Όσο και αν θεωρούμε ότι το αγαθό της μόρφωσης δεν μπορεί να υπακούει στους κανόνες της αγοράς εργασίας και μόνο, άλλο τόσο δεν μπορούμε να παραγνωρίζουμε ότι ένας από τους βασικούς στόχους των σπουδών είναι η επαγγελματική αποκατάσταση των αποφοίτων στο αντικείμενο που έχουν σπουδάσει.

Η ενσωμάτωση, μάλιστα, της οδηγίας 2005/36/ΕΚ με το ΠΔ 122/2010 στο ελληνικό δίκαιο έχει πλέον ταράξει τα λιμνάζοντα νερά στον τομέα των Επαγγελματικών Δικαιωμάτων στη χώρα μας. Η υποχρέωση πλέον απόδοσης στη χώρα μας των Επαγγελματικών Προσόντων που έχουν αποκτηθεί σε άλλη χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και μάλιστα ανεξάρτητα του εκπαιδευτικού επιπέδου που οδήγησε σ’ αυτά, δημιουργεί νέα δεδομένα.

Με βάση τα παραπάνω, στόχος μας πρέπει να είναι ο επαναπροσδιορισμός του τρόπου και της διαδικασίας καθορισμού των Επαγγελματικών Δικαιωμάτων και των Επαγγελματικών Προσόντων, η προσαρμογή και ο επανακαθορισμός των ειδικοτήτων της Δευτεροβάθμιας και της Μεταδευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και Κατάρτισης καθώς και των Τμημάτων της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης στην Ελλάδα.

Ο επανακαθορισμός αυτός πρέπει να βασιστεί στην αποτύπωση των Εκπαιδευτικών Επιπέδων από τα οποία αποδίδονται τα Επαγγελματικά Δικαιώματα και τα Επαγγελματικά Προσόντα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

5.4. Βασικές Αρχές Οργάνωσης των Σπουδών – Πανεπιστημιακά Συγγράμματα – Ακαδημαϊκό Περιβάλλον

5.4.1. Βασικές αρχές οργάνωσης των σπουδών

Τρεις δεκαετίες παλαιότερα ήταν η εποχή της εξειδίκευσης στα συστήματα Εκπαίδευσης σε όλο τον κόσμο. Σήμερα φαίνεται ότι η παγκόσμια σκέψη έχει μετακινηθεί προς την κατεύθυνση της οικοδόμησης της εξειδίκευσης πάνω σε ένα πολύ σοβαρό υπόβαθρο Γενικής Κλασικής και Επιστημονικής Παιδείας. Δυστυχώς, ακόμα και σήμερα, παρά τα χρήματα που δόθηκαν από το 1ο και το 2ο ΕΠΕΑΕΚ και το ΕΣΠΑ, πολλά Προγράμματα Σπουδών αποτελούν απλά το άθροισμα των προτιμήσεων και των στενών γνωστικών πεδίων των καθηγητών σε κάποια Τμήματα. Παράμετροι όπως σύνδεση με τις διεθνείς επιστημονικές και εκπαιδευτικές εξελίξεις, σύνδεση με την αγορά εργασίας και τις τάσεις αυτής, εθνικές προτεραιότητες, στόχοι και σκοπιμότητες, λαμβάνονται υπόψη στο σχεδιασμό με πολύ μικρούς συντελεστές βαρύτητας.

Παράλληλα, η διεθνής τάση της προσφοράς στους φοιτητές δυνατοτήτων για διεπιστημονικά προγράμματα προπτυχιακών και μεταπτυχιακών σπουδών και για ευελιξία στο περιεχόμενο των προγραμμάτων σπουδών δυστυχώς προσκρούει στα στενά πλαίσια που επιβάλλει η ισχύουσα ταύτιση Τμήματος και Πτυχίου. Η άρση αυτής της ταύτισης θα βοηθούσε πολύ σε θέματα συμπληρωματικότητας των δεξιοτήτων των αποφοίτων, ανά επιστημονική και/ή επαγγελματική περιοχή. Επίσης, θα συνέβαλλε ουσιαστικά στη διευκόλυνση αφενός της επαγγελματικής αποκατάστασης των αποφοίτων και αφετέρου στην επίτευξη επάρκειας επιστημονικού δυναμικού σε όλο το φάσμα των απαιτήσεων της αγοράς εργασίας και ευρύτερα της ελληνικής κοινωνίας.

Η Ελλάδα αποτελεί, ιστορικά και πολιτισμικά, γέφυρα μεταξύ της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής, και είναι (ακόμη) η πιο ανεπτυγμένη χώρα των Βαλκανίων. Με τη χρήση της Αγγλικής Γλώσσας (και τη χρέωση διδάκτρων στα πιστοποιημένα προγράμματα σπουδών) μπορεί να προσελκύσει φοιτητές από μια ευρύτερη γεωγραφική περιοχή –και όχι μόνο- που έχει δυναμικά αυξανόμενες οικονομίες και πληθυσμούς με πολλούς νέους που αναζητούν ευκαιρίες για σπουδές εκτός των εθνικών τους συνόρων. Το άνοιγμα σε αυτήν την «αγορά» θα δώσει στα ΑΕΙ νέες δυνατότητες και στην οικονομία της χώρας μια ευκαιρία για άμεσες αλλά και μακροπρόθεσμες αναπτυξιακές προοπτικές. Προτείνεται η δυνατότητα αυτών των προγραμμάτων να προσλαμβάνουν και διακεκριμένο διδακτικό προσωπικό από το εξωτερικό και από την επιστημονική μας διασπορά. Επίσης θα πρέπει να χαρακτηρίζονται από υψηλό βαθμό διοικητικής αυτονομίας. Με αυτό τον τρόπο θα γίνουν ακόμη ελκυστικότερα, καθώς θα συμβάλλουν στην ενίσχυση των δυνατοτήτων ευρύτερης διεθνούς συνεργασίας του διδακτικού προσωπικού των ΑΕΙ.

Όσο για τις μεταπτυχιακές σπουδές, ήδη λειτουργεί στη χώρα µας ένας υπερβολικά μεγάλος αριθμός -839- Προγραμμάτων Μεταπτυχιακών Σπουδών. Το πλήθος αυτό των ΠΜΣ δημιουργεί ερωτηματικά ως προς την επιστημονική τεκμηρίωση της στόχευσής τους. Μήπως, κάποια, απλά αντικατοπτρίζουν τα ειδικά ερευνητικά ενδιαφέροντα των καθηγητών που τα πρότειναν και που διδάσκουν σ’ αυτά; Ο πληθωρισμός αυτός των ΠΜΣ είναι ένα ακόμη δείγμα ακαδημαϊκής «ανάπτυξης» χωρίς σοβαρό στρατηγικό σχεδιασμό, αφού πολλά από αυτά τα προγράμματα αντιμετωπίζουν έντονο πρόβλημα βιωσιμότητας, ορισμένα μάλιστα έχουν προχωρήσει σε προσωρινή αναστολή της λειτουργίας τους λόγω στενότητας ή παντελούς έλλειψης πόρων.

Πρέπει να ενεργοποιηθούν οι σχετικές διατάξεις του Ν.4009/11 για τη δημιουργία Σχολής Μεταπτυχιακών Σπουδών στα ΑΕΙ, με στόχο την ορθολογική και διαφανή διαχείριση των οικονομικών πόρων αλλά και τη σωστή αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού, διδακτικού και διοικητικού, έτσι ώστε να αναβαθμισθεί η μεταπτυχιακή εκπαίδευση προς όφελος των φοιτητών, της οικονομίας και ευρύτερα της χώρας. Επιπλέον, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ως παράμετρος ο αριθμός των Μεταπτυχιακών Φοιτητών καθώς και οι επιστημονικές ειδικεύσεις τις οποίες χρειάζεται η χώρα.

Η δυνατότητα διαμόρφωσης προγραμμάτων σπουδών τριετούς διάρκειας θα πρέπει -ειδικά στον πανεπιστημιακό χώρο- να αντιμετωπιστεί με τη δέουσα ακαδημαϊκή υπευθυνότητα. Αν και όπου αυτό συμβεί θα πρέπει να είναι αποτέλεσμα ουσιαστικής μελέτης των διεθνών επιστημονικών τάσεων και εξελίξεων και των αναγκών της χώρας και να αποτελεί κοινή απόφαση όλων των Ιδρυμάτων, που θεραπεύουν το αντίστοιχο επιστημονικό αντικείμενο. Σε κάθε περίπτωση, ανεξαρτήτως διάρκειας σπουδών, αυτονόητη είναι η ανάγκη διασφάλισης της ποιότητας του επιπέδου σπουδών σύμφωνα με τα διεθνή και ιδίως τα Ευρωπαϊκά πρότυπα.

Όμως απαραίτητη προϋπόθεση για να μη διαιωνίζεται η δημιουργία Προγραμμάτων Σπουδών, τόσο Προπτυχιακών όσο και Μεταπτυχιακών, με βάση τα ενδιαφέροντα και τις προτιμήσεις των διδασκόντων ή με στόχο την εξυπηρέτηση πελατειακών πιέσεων, είναι η θέσπιση διαδικασιών Πιστοποίησης (Accreditation) των Προγραμμάτων Σπουδών και Αξιολόγησης. Η πιστοποίηση είναι αναγκαία ιδιαίτερα για Προγράμματα Σπουδών που οδηγούν σε απονομή επαγγελματικών δικαιωμάτων και η αξιολόγηση (του Ιδρύματος, του Προγράμματος Σπουδών, των διδασκόντων και του επιπέδου κατάρτισης των διδασκομένων) είναι απαραίτητη για να εξασφαλίζεται η ποιότητα των σπουδών και η προσαρμογή τους σε πρότυπα αριστείας της εκπαίδευσης βάσει αντικειμενικών ποιοτικών και ποσοτικών κριτηρίων. Τόσο η Πιστοποίηση, όσο και η Αξιολόγηση θα πρέπει να γίνονται με θεσμοθετημένες διαδικασίες συνεχούς Εσωτερικής Αξιολόγησης και με αυστηρές διαδικασίες Εξωτερικής Αξιολόγησης ανά τακτά χρονικά διαστήματα.

Η «νέα ΑΔΙΠ» καλείται να ανταποκριθεί σε πολύ ισχυρές προκλήσεις και η εξασφάλιση της ανεξαρτησίας της και της ακαδημαϊκότητας της λειτουργίας είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για την επιτυχία της. Βέβαια, και η Πολιτεία οφείλει να διαμορφώσει τις συνθήκες εκείνες, μέσα από τις οποίες θα καλυφθούν οι ανάγκες που η αξιολόγηση θα αναδείξει, δηλαδή να εξασφαλίσει την χρηματοδότηση των Ιδρυμάτων, την αναγκαία προσαρμογή του νομικού – θεσμικού πλαισίου για την λειτουργία τους και την υιοθέτηση πολιτικών για την Παιδεία και την Έρευνα, που θα στοχεύουν στην ανάπτυξη της χώρας και όχι στην εξυπηρέτηση πελατειακών και συντεχνιακών αιτημάτων. Η Πολιτεία οφείλει να αναλάβει πρωτοβουλίες για την επιλεκτική ίσως προώθηση κάποιων κατευθύνσεων, που κρίνονται ιδιαίτερα σημαντικές και κρίσιμες για την οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη της χώρας. Σημειώνουμε ότι η δυνατότητα που δίνει το ισχύον θεσμικό πλαίσιο στα ίδια τα ΑΕΙ να υιοθετήσουν Εσωτερικούς Κανονισμούς με αμιγώς ακαδημαϊκά κριτήρια, ανοίγει τον δρόμο για την εφαρμογή μηχανισμών αυστηρής τήρησης των κανονισμών φοίτησης, που θα ξεφεύγουν τόσο από την ισχύουσα τυπολατρία όσο και από την ανεξέλεγκτη αυθαιρεσία που παρατηρείται από τους διδασκόμενους (π.χ. τα άδεια αμφιθέατρα), αλλά και ενίοτε από τους διδάσκοντες (όπως είναι η επιβολή του ενιαίου συγγράμματος ως μοναδικής πηγής αυθεντικής γνώσης, τα ακραία αυστηρά ή χαλαρά πρότυπα για τη βαθμολόγηση των εξετάσεων, κλπ).

Στην κατεύθυνση του εκσυγχρονισμού των κανονισμών φοίτησης θωρούμε ότι, λαμβάνοντας υπόψη τη διεθνή πραγματικότητα, θα πρέπει να υποστηριχθεί εμπράκτως -και όχι στα λόγια- η θέσπιση των προαπαιτουμένων μαθημάτων, όπως επίσης και η θεσμοθέτηση μέγιστου αριθμού δυνατότητας επανάληψης της εξέτασης σε ένα μάθημα.

5.4.2. Συγγράμματα και Βιβλιοθήκες

Όλοι γνωρίζουμε τόσο τις προβληματικές και αμφιλεγόμενες αρχικές συνθήκες όσο και την παγκόσμια μοναδικότητα και ιδιαιτερότητα του θεσμού του δωρεάν συγγράμματος. Θεωρούμε ως ιδιαίτερα θετική τη ρύθμιση που αντικατέστησε το μοναδικό σύγγραμμα από τη λίστα συγγραμμάτων. Όμως, η μόνη ακαδημαϊκά αποδεκτή λύση – και ισχύουσα διεθνώς – είναι αυτή της δημιουργίας σύγχρονων έντυπων και ηλεκτρονικών Πανεπιστημιακών Βιβλιοθηκών ικανών να ανταποκριθούν στις ανάγκες των φοιτητών – προπτυχιακών και μεταπτυχιακών – για δανεισμό πολλαπλής βιβλιογραφίας αναφοράς ανά μάθημα καθώς και, παράλληλα, η δημιουργία χώρων αναγνωστηρίων. Είναι λοιπόν εμφανής πλέον η ανάγκη επανεξέτασης εκ βάθρων και σε σύγχρονα πλαίσια του θεσμού του δωρεάν συγγράμματος και η σύνδεση της δωρεάν παροχής διδακτικού υλικού με κοινωνικά και οικονομικά κριτήρια των δικαιούχων, όπως επίσης και με κριτήρια ακαδημαϊκής επίδοσης.

Αναγνωρίζουμε το γεγονός ότι το κρατικοδίαιτο δωρεάν σύγγραμμα βοήθησε σημαντικά στην εμφάνιση κάποιας -σε ορισμένες περιπτώσεις- ιδιαίτερα αξιόλογης επιστημονικής βιβλιογραφίας, είτε με τη μορφή μεταφράσεων, είτε πρωτογενώς ελληνικής. Επειδή όμως αυτός δεν είναι ο κανόνας, θεωρούμε ότι θα πρέπει να γίνει αξιολόγηση των συγγραμμάτων, με μια διαδικασία απόλυτα διαφανή, αντικειμενική και αξιόπιστη, που μπορεί να οδηγήσει σε περαιτέρω αναβάθμιση της ποιότητας των προσφερόμενων βοηθημάτων. Η διεθνής πραγματικότητα έχει να επιδείξει σαφείς και αποτελεσματικές σχετικές πρακτικές, που θα πρέπει κατάλληλα να αξιοποιηθούν.

Η αποκατάσταση, επιτέλους, της ηλεκτρονικής και έντυπης πρόσβασης των Ιδρυμάτων στη διεθνή βιβλιογραφία μέσω του Συνδέσμου των Ακαδημαϊκών Ελληνικών Βιβλιοθηκών, σε μόνιμη βάση, είναι συνθήκη εκ των ων ουκ άνευ, αν θέλουμε τα Ελληνικά ΑΕΙ να μην προσομοιάζουν σε υποβαθμισμένα Ιδρύματα του τρίτου κόσμου.

5.4.3. Φοιτητικά ζητήματα

Η υποστήριξη των διδασκόντων, η επιμόρφωση και διαρκής ενημέρωση σε θέματα οργάνωσης, διδακτικής, μεθοδολογίας, χρήσης νέων μέσων για την αναβάθμιση της διαδικασίας διδασκαλίας-μάθησης, ώστε να παρακολουθούν τις σύγχρονες εξελίξεις είναι απαραίτητο συστατικό μιας οργανωμένης πολιτικής αναβάθμισης του εκπαιδευτικού έργου στα ΑΕΙ. Η οργάνωση και λειτουργία «Γραφείου Υποστήριξης της Διδασκαλίας», που προβλέπεται στην ισχύουσα νομοθεσία, με αξιοποίηση του υπάρχοντος δυναμικού και της διεθνούς εμπειρίας, πρέπει να αποτελέσει υψηλή προτεραιότητα για τις Διοικήσεις των Ιδρυμάτων. «Γραφεία Υποστήριξης της Διδασκαλίας» έχουν ιδρυθεί τα τελευταία χρόνια σε όλα τα ΑΕΙ του εξωτερικού που φιγουράρουν στις πρώτες θέσεις αριστείας της παγκόσμιας κατάταξης και όχι μόνο σ’ αυτά. Τα γραφεία αυτά έχουν βοηθήσει σημαντικά στη βελτίωση της ποιότητας των εκπαιδευτικών διαδικασιών σε όλα τα Πανεπιστήμια του εξωτερικού, μερικά από τα οποία βρίσκονται στις πρώτες θέσεις στις διάφορες διεθνείς λίστες κατάταξης.

Ο «Συνήγορος του φοιτητή» έχει θεσμοθετηθεί με το Ν. 4009/2011, αλλά δεν έχει ακόμη ενεργοποιηθεί στα ΑΕΙ. Η άμεση ενεργοποίηση του θεσμού αυτού αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση αναβάθμισης της ποιότητας των υπηρεσιών που προσφέρει το ΑΕΙ στους φοιτητές του.

Στην Ελλάδα της κρίσης γίνεται ακόμα πιο σημαντική η στήριξη οικονομικώς αδύναμων αλλά και ταυτόχρονα υψηλών ακαδημαϊκών επιδόσεων φοιτητών. Η στήριξη αυτή, εκτός από τις συνήθεις παροχές δωρεάν σίτισης και στέγασης, πρέπει να περιλαμβάνει ανταποδοτικές υποτροφίες και φοιτητικά δάνεια με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου. Τόσο οι υποτροφίες όσο και τα φοιτητικά δάνεια έχουν θεσμοθετηθεί στον Ν. 4009/2011, δεν έχει όμως υπάρξει ακόμη η απαραίτητη δραστηριοποίηση της Πολιτείας και των ΑΕΙ για την ενεργοποίησή τους.

5.4.4. Αναβάθμιση του Ακαδημαϊκού περιβάλλοντος

Αποτελεί γενική διαπίστωση ότι υπάρχει σημαντικό έλλειμμα στην ποιότητα της Ακαδημαϊκής Ζωής μέσα στα ΑΕΙ της χώρας μας. Η οποιαδήποτε σύγκριση με τα αντίστοιχα Ιδρύματα άλλων χωρών, τα οποία βέβαια συχνά χρησιμοποιούνται ως πρότυπο μέτρο σύγκρισης ακόμα και από αυτούς που συστηματικά υποσκάπτουν με ποικίλα μέσα την ακαδημαϊκή ποιότητα, μπορεί να μας βοηθήσει ουσιαστικά στο να εντοπίσουμε και στη συνέχεια να αναδείξουμε, να συζητήσουμε και να αντιμετωπίσουμε τα κεντρικά σημεία αυτού του ελλείμματος.

Τα ΑΕΙ πρέπει να είναι χώρος παραγωγής νέας γνώσης και όχι εστίες βίας και παρανομίας. Κεντρικό συστατικό στοιχείο της ακαδημαϊκότητας αποτελεί το αναφαίρετο δικαίωμα στην ελεύθερη και αβίαστη διατύπωση θέσεων και ανάληψη δράσεων. Πρακτικές προγραφών, συκοφαντιών, εμπρηστικών διακηρύξεων και βίαιων υβριστικών επιθέσεων κατά οποιουδήποτε μέσα στα Ιδρύματα, όχι μόνο αντιβαίνουν αλλά και αναιρούν τον πυρήνα της έννοιας του ΑΕΙ.

Σε αυτές τις ιδιαίτερα κρίσιμες για τη χώρα στιγμές, κάνουμε έκκληση:

  • Στην Κυβέρνηση, στο Υπουργείο Παιδείας και όλους τους εμπλεκόμενους τομείς της Πολιτείας να συνδράμουν στο μέγιστο δυνατό και με κάθε τρόπο τα ΑΕΙ.
  • Στα υπεύθυνα δημοκρατικά κόμματα του ελληνικού κοινοβουλίου, αναλαμβάνοντας τις ευθύνες που τους αναλογούν, να σεβαστούν το αυτοδιοίκητο του ΑΕΙ καθώς και τον ακομμάτιστο χαρακτήρα του. Δεν είναι δυνατόν οι πανεπιστημιακοί χώροι να μεταβάλλονται καθημερινά σε αρένα ανταγωνισμών, επίλυσης διαφορών και άλλων μορφών ποικίλης πολιτικής, συνδικαλιστικής ή άλου τύπου δράσης, με συνέπειες την απώλεια αμέτρητου εκπαιδευτικού χρόνου καθώς και τον εκφυλισμό της ακαδημαϊκής ζωής στα Ιδρύματα.
  • Στις ηγεσίες των ΑΕΙ, να προβούν σε όλες τις απαιτούμενες ενέργειες, ώστε να διασφαλίζουν την απρόσκοπτη ακαδημαϊκή λειτουργία στα ΑΕΙ 24 ώρες την ημέρα, 365 ημέρες τον χρόνο.

Προτείνουμε την ίδρυση σώματος φύλαξης και προστασίας των ΑΕΙ, των ανθρώπων και των εγκαταστάσεών τους. Ενός σώματος του οποίου τα μέλη θα έχουν εκπαιδευτεί πάνω στις ιδιαιτερότητες, τους κινδύνους και τα γενικότερα προβλήματα, που παρουσιάζονται στο περιβάλλον, στις εγκαταστάσεις και στη λειτουργία ενός ΑΕΙ. Η παντελής έλλειψη της έννομης τάξης έχει οδηγήσει, ειδικά τις τελευταίες δεκαετίες, στη μόνιμη άσκηση άνομης βίας. Αυτή, με τη σειρά της, έχει τραυματίσει τα μέγιστα το συνταγματικά κατοχυρωμένο αυτοδιοίκητο των ΑΕΙ, την ακαδημαϊκή ελευθερία και γενικότερα την ελευθερία του λόγου, έχει απομειώσει την περιουσία του Έλληνα φορολογουμένου και έχει στερήσει τη δυνατότητα όλων των φοιτητών της χώρας –και όχι μόνο των προνομιούχων, που συνήθως σπουδάζουν σε Ιδρύματα του εξωτερικού– να απολαύσουν τις σπουδές τους σε ένα ευχάριστο και ακαδημαϊκό περιβάλλον.

Όμως, ανεξάρτητα από τα θέματα βίας, το ακαδημαϊκό περιβάλλον θα πρέπει:

  • Να γίνει ελκυστικό και λειτουργικό για όλες τις συνιστώσες της ακαδημαϊκής κοινότητας: φοιτητές, καθηγητές, τεχνικούς, διοικητικούς.
  • Να προβάλλει και να υπερασπίζεται την έννοια του σεβασμού του δημόσιου χώρου, απέναντι σε ιδιοτελείς πρακτικές καταπάτησης, αυθαιρεσίας και «ιδιωτικοποίησης» των χώρων που δικαιολογούνται με αμφίβολα ιδεολογικά περιτυλίγματα.
  • Να ενισχύει δραστηριότητες (επιστημονικές, κοινωνικές, αθλητικές κλπ) που αναβαθμίζουν τις ακαδημαϊκές εγκαταστάσεις και τις μετατρέπουν, από χώρους εργασίας ή σπουδών τους οποίους βιαζόμαστε να εγκαταλείψουμε, σε χώρους πολιτισμού, ψυχαγωγίας και άθλησης.
  • Να προβαίνει σε δράσεις που εξυπηρετούν τον διάλογο, την άμιλλα, την ουσιαστική προσέγγιση και την αρμονική συμβίωση όλων των «ενοίκων» του Δημόσιου ΑΕΙ.

Η ευθύνη για τη μεταβολή και αναβάθμιση του ακαδημαϊκού περιβάλλοντος ανήκει στα ίδια τα ΑΕΙ και τις ηγεσίες τους. Εμείς θα ενθαρρύνουμε και θα υποστηρίξουμε ενεργά οποιαδήποτε πρωτοβουλία προς αυτή την κατεύθυνση.

5.5 Προσωπικό Ανώτατης Εκπαίδευσης

5.5.1. Διδακτικό, Ερευνητικό και Τεχνικό Προσωπικό

Οι διαδικασίες εκλογής μελών ΔΕΠ χαρακτηρίζονται από μεγάλη ανομοιογένεια. Υπάρχουν μεγάλες διαφορές ανάμεσα σε Ιδρύματα, ακόμα και ανάμεσα σε Τμήματα του ιδίου Ιδρύματος, ως προς τον βαθμό και τον τρόπο με τον οποίο τηρείται η κείμενη νομοθεσία. Βασικές αρχές που πρέπει να διέπουν τις εκλογές μελών ΔΕΠ είναι η ακαδημαϊκότητα, η αξιοκρατία και η διαφάνεια. Η ακαδημαϊκή κοινότητα πρέπει να επιμείνει στην εφαρμογή αυτών των αρχών, μεριμνώντας παράλληλα για τη μη υπέρμετρη γραφειοκρατική επιβάρυνση των σχετικών διαδικασιών. Το μόλις καταργηθέν σύστημα ΑΠΕΛΛΑ, παρά το βραχυχρόνιο και ελλιπές της εφαρμογής του, συνέβαλε εν μέρει στο αδιάβλητο των διαδικασιών αλλά και στην εξωστρέφεια της ελληνικής ακαδημαϊκής κοινότητας. Το ΑΠΕΛΛΑ πρέπει να επανέλθει σε βελτιωμένη έκδοση, αφού ληφθούν υπόψη και διορθωθούν οι όποιες αδυναμίες παρουσίασε.

Σε αρκετά Τμήματα είναι επιτακτική η ανάγκη ουσιαστικής ανανέωσης του διδακτικού προσωπικού. Στο πλαίσιο της ανανέωσης εντάσσουμε και το θέμα της δημιουργίας ικανού αριθμού θέσεων μεταδιδακτορικών υποτρόφων με ενισχυμένες υποτροφίες, ώστε, εκτός των άλλων, να αποφευχθεί η αιμορραγία προς το εξωτερικό άξιων ερευνητών-αποφοίτων των μεταπτυχιακών μας προγραμμάτων.

Ο ρόλος του λοιπού διδακτικού και τεχνικού προσωπικού είναι σημαντικός σε πολλά επίπεδα της ακαδημαϊκής ζωής. Οι θεσμικές ρυθμίσεις των τελευταίων χρόνων έλυσαν κάποια από τα προβλήματα που για χρόνια ταλάνιζαν το σώμα. Όμως, χρειάζεται περαιτέρω μελέτη της κατάστασης, ώστε οι ρόλοι που πρέπει να επιτελούν μέσα στην ακαδημαϊκή ζωή των Ιδρυμάτων οι δύο πλέον κλάδοι –ΕΤΕΠ, ΕΔΙΠ- να αποσαφηνιστούν.

5.5.2. Διοικητικό Προσωπικό

Το ΑΕΙ του 21ου αιώνα, στο πλαίσιο μιας σύγχρονης αντίληψης οργάνωσης, θα πρέπει να φροντίσει, εκμεταλλευόμενο τα επιστημονικά επιτεύγματα που το ίδιο έχει επιτύχει στις επιστήμες της Διοίκησης, της Πληροφορικής και των Επικοινωνιών, να προχωρήσει στη συνεχή επιμόρφωση και διαρκή βελτίωση του επιπέδου του διοικητικού προσωπικού. Συγκεκριμένα, πιστεύουμε ότι:

  • Η διαρκής και πολύμορφη επιμόρφωση του υπάρχοντος διοικητικού προσωπικού είναι πρωταρχικής σημασίας. Βέβαια, η όποια επιμόρφωση θα πρέπει να γίνεται σε όρους πραγματικούς και με έλεγχο του αποτελέσματος. Η διαδικασία της αξιολόγησης θα κληθεί και εδώ να παίξει κάποιον ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο.
  • Αν και είναι γνωστό ότι στην ελληνική αγορά υπάρχουν ελάχιστα στελέχη με εμπειρία περί τη διοίκηση των Ιδρυμάτων, αποτελεί γενική διαπίστωση ότι η παρουσία υψηλού επιπέδου στελεχών θα μπορούσε να βοηθήσει σημαντικά στην αναβάθμιση και στον εκσυγχρονισμό της διοικητικής δομής των Ιδρυμάτων.
  • Το μαζικό, δημόσιο πανεπιστήμιο είναι και πρέπει να είναι συνώνυμο – λόγω ακριβώς του μεγέθους του, και της οργανωτικής του πολυπλοκότητας – με τη σύγχρονη διαχείριση, λειτουργική και χρηματοοικονομική και πρέπει να διοικείται από άριστα καταρτισμένα στελέχη. Για αυτό τον λόγο, πρέπει να υπάρξουν θεσμικές παρεμβάσει, που να επιτρέψουν στα ΑΕΙ να προσλάβουν αυτού του επιπέδου στελέχη, καθώς και να τους εξασφαλίσουν το επίπεδο των απολαβών που απαιτεί η προσέλκυσή τους. Το προσωπικό αυτό θα στελεχώσει ιδίως θέσεις ευθύνης και θα συντελέσει καθοριστικά, σε συνεργασία με τα ΣΙ και τις Πρυτανικές Αρχές, στην αναμόρφωση της διοικητικής και χρηματοοικονομικής διαχείρισης στα ΑΕΙ.
  • Η προώθηση μιας προγραμματισμένης και καλά σχεδιασμένης κινητικότητας του Διοικητικού Προσωπικού σε προσεκτικά επιλεγμένα ΑΕΙ του ευρωπαϊκού και διεθνούς χώρου, τα οποία παρουσιάζουν υψηλό βαθμό οργάνωσης, θα μπορούσε να αποφέρει κάποια άμεσα θετικά αποτελέσματα.
  • Η οργάνωση σεμιναρίων και μικρών κύκλων μαθημάτων στις περί τη διοίκηση των Ιδρυμάτων επιστήμες, με συμμετοχή έμπειρων στελεχών και από το εξωτερικό, θα μπορούσε να έχει μια αντίστοιχη θετική συμβολή.
  • Η καθιέρωση κινήτρων, όχι αναγκαστικά μόνο οικονομικών, θα μπορούσε να βελτιώσει το επίπεδο της απόδοσης του προσωπικού.

5.6. Χρηματοδότηση των Ιδρυμάτων Ανώτατης Εκπαίδευσης & Έρευνας

Η Ελληνική Ανώτατη Εκπαίδευση υποχρηματοδοτείται. Δεδομένου ότι η επένδυση στην Παιδεία αποτελεί αναγκαιότητα ύψιστης εθνικής σημασίας, ειδικά σε περίοδο κρίσης, η Πολιτεία οφείλει να αυξήσει σταδιακά αλλά σημαντικά τη χρηματοδότηση της Ανώτατης Εκπαίδευσης, σε επίπεδα ανάλογα με τα ευρωπαϊκά.

Προτείνουμε το συνολικό ύψος χρηματοδότησης να καθορίζεται από κοινού από το Υπουργείο Παιδείας και το Υπουργείο Οικονομικών, μετά από εισήγηση της Αρχής Διασφάλισης και Πιστοποίησης της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση (ΑΔΙΠ), η οποία διαμορφώνεται μετά από μελέτη, διαπραγμάτευση και έγκριση των τετραετών προγραμματισμών των επί μέρους Ιδρυμάτων, που αντικατοπτρίζουν τα στρατηγικά σχέδια ανάπτυξής τους. Ευνόητο είναι ότι η συμφωνία αυτή είναι δεσμευτική και για τα δύο μέρη (Υπουργείο & ΑΕΙ).

Πρόσφατα όλα τα Ιδρύματα υπέστησαν τεράστιες οικονομικές απώλειες, που φτάνουν έως και το 80% των διαθεσίμων τους, αφενός λόγω του κουρέματος των ομολόγων που είχαν στη διάθεσή τους και αφετέρου από τη χρησιμοποίηση των υπολοίπων των τακτικών προϋπολογισμών των Ιδρυμάτων από την Τράπεζα της Ελλάδας για την αγορά ομολόγων. Οι απώλειες αυτές πρέπει να αναπληρωθούν από την Πολιτεία, με συγκεκριμένο, αμοιβαία συμφωνημένο, χρονοδιάγραμμα. Με δεδομένες τις δημοσιονομικές συνθήκες, θα πρέπει να εξετασθούν και εναλλακτικές λύσεις όπως η παραχώρηση στα ιδρύματα ίσης αξίας ακινήτων ή γηπέδων.

Η κυρίαρχη τάση στα Ευρωπαϊκά ΑΕΙ είναι να χρηματοδοτούνται με ένα συνολικό ποσό και να αφήνονται ελεύθερα να αποφασίσουν την κατανομή του ποσού αυτού στις επί μέρους δραστηριότητές τους. Η Ελλάδα είναι μία από τις λίγες χώρες που ακόμη χρηματοδοτεί τα ΑΕΙ τηρώντας αυστηρή δομή προϋπολογισμού και στην ουσία απαγορεύει (ή τουλάχιστον αποθαρρύνει) τη μετακίνηση ποσών από μία δραστηριότητα σε άλλη, όπως και τη διάθεση ποσών για δραστηριότητες που δεν προβλέπονται από το δημόσιο λογιστικό σύστημα. Προτείνεται η χρηματοδότηση των ΑΕΙ να γίνεται με συνολικό ποσό, ο δε προϋπολογισμός κάθε Ιδρύματος να διαμορφώνεται με απόφαση των αρμοδίων οργάνων του. Η ενιαία διαχείριση όλων των πόρων του ΑΕΙ, ανεξαρτήτως πηγής χρηματοδότησης, με το ίδιο πλαίσιο, από τα ίδια όργανα και με τις ίδιες διαδικασίες είναι ζωτικής σημασίας για την μεγιστοποίηση της απόδοσης των οικονομικών πόρων του. Στην κατεύθυνση αυτή, η ίδρυση και ενεργοποίηση του ΝΠΙΔ που προβλέπεται στον Ν. 4009/2011 αποτελεί αδήριτη, επιτακτική και επείγουσα ανάγκη.

Προτείνουμε το βασικό επίπεδο χρηματοδότησης ανά ίδρυμα να καθορίζεται κυρίως από αντικειμενικές παραμέτρους, με πιο σημαντική παράμετρο τον αριθμό των φοιτητών, σταθμισμένο με ένα συντελεστή βαρύτητας ανάλογα με το αντικείμενο των σπουδών. Ωστόσο, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και κριτήρια που σχετίζονται άμεσα με τις επιδόσεις του ιδρύματος, όπως το πλήθος των αποφοίτων σε συνάρτηση με τον συνολικό χρόνο σπουδής τους στο ίδρυμα, η ερευνητική επίδοση του ιδρύματος, τα αποτελέσματα της αξιολόγησής του κλπ. Το ποσοστό της συνολικής χρηματοδότησης που καθορίζεται με βάση τα κριτήρια εξόδου προτείνεται να αυξηθεί σταδιακά (από 0% που είναι σήμερα) σε περίπου 50%, σε ορίζοντα μιας δεκαετίας.

Προτείνουμε η έρευνα να χρηματοδοτείται σε τακτική βάση, δηλαδή το ίδρυμα να λαμβάνει ένα συνολικό ποσό αποκλειστικά προορισμένο για ερευνητικές δραστηριότητες, το οποίο μπορεί να διαθέσει όπως εκείνο αποφασίσει. Ευνόητο είναι ότι η δυνατότητα χρηματοδότησης της έρευνας μέσω ανταγωνιστικών προγραμμάτων διατηρείται. Το ύψος της χρηματοδότησης των ερευνητικών δραστηριοτήτων του κάθε ιδρύματος καθορίζεται κυρίως με βάση παραμέτρους που σχετίζονται με τις ερευνητικές του επιδόσεις, οι οποίες αποτιμώνται από την ΑΔΙΠ μέσω του συστήματος αξιολόγησης.

Παραδείγματα τέτοιων παραμέτρων αποτελούν το πλήθος των δημοσιεύσεων των καθηγητών, το πλήθος των αναφορών, το πλήθος των μεταπτυχιακών τίτλων (Master και Διδακτορικά) που απονέμονται, το ύψος της χρηματοδότησης για έρευνα που επετεύχθη μέσω ανταγωνιστικών διαδικασιών, το ύψος της χρηματοδότησης της έρευνας από ιδιωτικές πηγές, το πλήθος και το είδος των ερευνητικών προγραμμάτων που αναλήφθηκαν, η χρήση των ερευνητικών αποτελεσμάτων (πατέντες κλπ), βραβεία και διακρίσεις, συμμετοχή σε διεθνή ερευνητικά προγράμματα κλπ. Ωστόσο, ένα ποσό χρηματοδότησης για έρευνα παρέχεται σε όλα τα ιδρύματα, ανεξαρτήτως των επιδόσεών τους.

Παράλληλα, στο πλαίσιο της ουσιαστικής σύνδεσης και ανταποδοτικής σχέσης των ΑΕΙ με την κοινωνία, θα πρέπει να αναπτυχθούν και δίοδοι άμεσης χρηματοδότησης των ΑΕΙ από την επιχειρηματική κοινότητα καθώς και από φυσικά πρόσωπα , καθώς και από Έλληνες της διασποράς, με διαφανείς διαδικασίες και στο πλαίσιο της αυτονομίας των ΑΕΙ. Απαραίτητη είναι η υιοθέτηση υψηλού συντελεστή φοροαπαλλαγής για δωρεές στα ΑΕΙ, η συστηματική προσέγγιση των αποφοίτων των ΑΕΙ για τον προσπορισμό δωρεών από αυτούς και η πρόνοια για τις απαραίτητες δαπάνες, που απαιτεί για κάθε ΑΕΙ ένα επαρκώς, ποιοτικά επανδρωμένο γραφείο άντλησης χορηγιών (development office).

Το ελεγκτικό πλαίσιο των ΑΕΙ πρέπει να εκσυγχρονιστεί και να διατυπωθεί καθαρά και ενιαία για όλους τους ελεγκτικούς μηχανισμούς και για όλα τα ΑΕΙ. Κυρίαρχη προϋπόθεση για την επιτυχία του εγχειρήματος αυτού είναι η καθιέρωση ενιαίου λογιστικού σχεδίου για όλα τα ΑΕΙ και για όλες τις οργανικές μονάδες και αποκεντρωμένες υπηρεσίες μέσα στο κάθε ΑΕΙ. Το σχέδιο αυτό πρέπει να παρέχει τη δυνατότητα αναλυτικής λογιστικής και λογιστικής κόστους. Οι δυνατότητες του δημόσιου λογιστικού είναι προφανώς πολύ κατώτερες των απαιτήσεων, που δημιουργούν οι σύγχρονες μέθοδοι διοίκησης των ΑΕΙ. Απαραίτητη είναι και η μετάβαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου σε μια σύγχρονη ελεγκτική λειτουργία που βασίζεται σε ex post, επιλεκτικούς ελέγχους και όχι σε ex ante καθολικούς ελέγχους στα ΑΕΙ, η έλευση της οποίας έχει καθυστερήσει σχεδόν μια πεντηκονταετία στην χώρα μας. Το μέτρο αυτό θα χειραφετήσει επιχειρησιακά τα ΑΕΙ απελευθερώνοντας πολύτιμους διοικητικούς πόρους για τα ΑΕΙ αλλά και για πληθώρα άλλων φορέων και οργανισμών χρηματοδοτούμενων από τον δημόσιο προϋπολογισμό που ελέγχονται από το Ελεγκτικό Συνέδριο.

Το ποσοστό του ΑΕΠ που διατίθεται στην Εκπαίδευση δεν υπερέβη το 2,8% για το έτος 2015. Με τις προβλεπόμενες για φέτος περικοπές, το ποσοστό αυτό θα πέσει κάτω από το 2% για το 2016. Προτείνουμε το ποσοστό επί του ΑΕΠ που διατίθεται στην Εκπαίδευση να ανέλθει άμεσα στο 5%, ανεξαρτήτως ελλειμμάτων του προϋπολογισμού.

5.7 Διασφάλιση και Πιστοποίηση της Ποιότητας των ΑΕΙ – Κέντρα Αριστείας – Επιστημονικό Δυναμικό της Ελληνικής Διασποράς

5.7.1. Διασφάλιση και Πιστοποίηση της Ποιότητας των Πανεπιστήμιων

Κάθε σύστημα αξιολόγησης στοχεύει στη θεραπεία των προβλημάτων και των αδυναμιών, μέσω της αυτογνωσίας και της ενδογενώς υποστηριζόμενης βελτίωσης, και όχι στην «τιμωρία», ενισχύοντας βεβαίως τη διαφάνεια και υποστηρίζοντας την κοινωνική λογοδοσία, που αποτελεί διαδικασία ουσίας για ένα Δημόσιο ΑΕΙ.

Η εμπέδωση ενός «Πολιτισμού Διασφάλισης της Ποιότητας» στον ακαδημαϊκό χώρο αλλά και στο Κράτος, είναι καθοριστική, καθώς ποιότητα χωρίς στήριξη του ΑΕΙ εκ μέρους της Πολιτείας και συνεπή τήρηση των συμφωνιών μεταξύ όλων των εμπλεκομένων μερών δεν μπορεί να υπάρξει. Δυστυχώς, εκτός από την προφανώς ελλιπή στελέχωση της ΑΔΙΠ, όπως και την επίσης προφανή έλλειψη οικονομικών πόρων, η Πολιτεία δεν φαίνεται να δείχνει ουσιαστικό και έμπρακτο ενδιαφέρον για την αξιοποίηση των ευρημάτων της αξιολόγησης προς όφελος του όλου συστήματος της Ανώτατης Εκπαίδευσης.

Προκειμένου να λειτουργήσει σωστά ένα σύστημα αξιολόγησης, πρέπει να ενταχθεί στο πλαίσιο ενός κεντρικού σχεδίου για την τριτοβάθμια εκπαίδευση που να περιέχει τους εθνικούς στόχους, τα μέτρα για την επίτευξή τους, τους δείκτες για την παρακολούθησή του και τους εγγυημένους πόρους για την πραγματοποίησή του.

Κάθε ίδρυμα πρέπει να εξειδικεύσει αυτό το σχέδιο με ένα εγγυημένο επιχειρησιακό σχέδιο που να καλύπτει επιμέρους προτεραιότητες, τρόπους βέλτιστης εκμετάλλευσης των διαθεσίμων του, έλεγχο του αριθμού εισακτέων και της διαδικασίας εισαγωγής και εκπαίδευσης των φοιτητών, καθώς και καθορισμό της μέγιστης αποδεκτής διάρκειας σπουδών. Ο στόχος θα είναι η παρακολούθηση και διασφάλιση της ποιότητας με κύριο εργαλείο τη διαδικασία της αυτοαξιολόγησης και αυτοβελτίωσης.

5.7.2. Κέντρα Εξαιρετικής Εκπαίδευσης και Έρευνας (Κέντρα Αριστείας)

Στον χώρο της Μέσης Εκπαίδευσης υπήρχαν κάποτε τα Πρότυπα Σχολεία, όπως το Βαρβάκειο, το Πειραματικό κ.α. Αυτά όλα ως θεσμός και αντίληψη καταργήθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του `80 μέσα σε ένα κλίμα ακραίου λαϊκισμού και ισοπέδωσης. Σήμερα βλέπουμε με λύπη μας, επειδή αρνούμαστε να εθελοτυφλούμε, ότι σημαντικό μέρος της αποστολής και των στόχων αυτών των δημόσιων σχολείων υλοποιείται από διάφορα Ιδιωτικά Κολέγια και Εκπαιδευτήρια. Πολλά προφανή αρνητικά στοιχεία για το σύνολο της ελληνικής Παιδείας αναδεικνύονται από αυτό το γεγονός, συμπεριλαμβανομένου του αποκλεισμού των ασθενέστερων τάξεων από την πρόσβαση σε εκπαίδευση υψηλότερης ποιότητας.

Στο χώρο της Ανώτατης Εκπαίδευσης δεν υπήρχε κάτι ανάλογο, αφού οι οικονομικά ισχυρότεροι μπορούσαν πάντα να καταφύγουν στα πολύ γνωστά και έγκυρα ευρωπαϊκά και αμερικάνικα Πανεπιστήμια, κάτι που συνεχίζεται στις μέρες μας, ίσως δε και με αυξημένους ρυθμούς. Εκτιμούμε ότι, για να κατακτήσει μια διακριτή ταυτότητα το ελληνικό ακαδημαϊκό σύστημα, θα πρέπει σε ορισμένους προσεκτικά επιλεγμένους τομείς της επιστήμης και της τεχνολογίας να επιδιώξει να αποκτήσει την πρωτοπορία σε διεθνές επίπεδο. Έτσι, συγχρόνως, θα αποτελέσει ένα διακριτό πόλο έλξης για τον ευρύτερο περίγυρο. Η δημιουργία Κέντρων Εξαιρετικής Εκπαίδευσης και Ερευνας (Κέντρων Αριστείας), κατά τα πρότυπα των ευρωπαϊκών ή αμερικανικών ανάλογων Κέντρων Αριστείας, ενδεχομένως σε πρώτη φάση στο επίπεδο των μεταπτυχιακών σπουδών, θα μπορούσε να απαντήσει στο ζητούμενο αυτό.

5.7.3. Επιστημονικό Δυναμικό της Ελληνικής Διασποράς

Η θεσμική σύνδεση και ουσιαστική αξιοποίηση του επιστημονικού δυναμικού του ελληνισμού της διασποράς, των κοινοτήτων των Ελλήνων ανά τον κόσμο, θεωρούμε ότι θα έπρεπε να αποτελεί μέλημα του Ελληνικού κράτους εδώ και πολλές δεκαετίες, ίσως από συστάσεώς του. Οπωσδήποτε πάντως θα έπρεπε να αποτελεί τμήμα μιας διαχρονικής εθνικής πολιτικής για την Παιδεία.

Ειδικά σήμερα, που βιώνουμε την εποχή της πληροφορίας και των επικοινωνιών, κάτι τέτοιο θα έπρεπε να είναι αυτονόητο. Θεωρούμε ότι η καλά σχεδιασμένη συμβολή των Ελλήνων επιστημόνων της διασποράς σε όλο το φάσμα δράσεων στον χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης θα έχει πολύ θετικά αποτελέσματα και θα συμβάλει στην επίτευξη πολλαπλών εθνικών στόχων.

Ειδικότερα στην ανάπτυξη και διεθνή ανταγωνιστικότητα των μεταπτυχιακών σπουδών ειδίκευσης και διδακτορικού, η παρουσία και ευέλικτη διαχείριση αυτού του ανθρώπινου δυναμικού είναι καθοριστικής σημασίας. Χώρες με λιγότερο επιστημονικό δυναμικό στη διασπορά έχουν αναπτύξει πολύ παραγωγικούς μηχανισμούς αξιοποίησης ή μάλλον ουσιαστικού και δυναμικού επαναπατρισμού. Τις εμπειρίες αυτών των χωρών θα ήταν καλό να διερευνήσουμε και ενδεχομένως να αξιοποιήσουμε.

Άλλωστε, οι άνθρωποι αυτοί έχουν, πιστεύουμε δε ότι και οι ίδιοι νιώθουν έτσι, ένα ανεκπλήρωτο εθνικό χρέος, στην εξόφληση του οποίου θα πρέπει η ελληνική Πολιτεία, με κατάλληλες θεσμικά κατοχυρωμένες ακαδημαϊκές διαδικασίες, να συμβάλει τα μέγιστα.

Η συμμετοχή του επιστημονικού δυναμικού του ελληνισμού της διασποράς στη σύνθεση των Συμβουλίων Ιδρύματος επιβεβαιώνει την παραπάνω θέση μας. Η διάθεση και ο ενθουσιασμός με τον οποίο αγκάλιασαν, στήριξαν και στελέχωσαν αφιλοκερδώς αυτή τη νέα δομή διοίκησης των Ελληνικών ΑΕΙ, μας στέλνει ένα σαφές μήνυμα ελπίδας, αισιοδοξίας και προοπτικής.

5.8. Ενιαίος Χώρος Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρευνας – Θέματα Ερευνητικής Πολιτικής

Η παραγωγή νέας γνώσης, η καινοτομία και η τεχνολογική εξέλιξη αποτελούν το αποτελεσματικότερο εργαλείο οικονομικής ανάπτυξης των σύγχρονων κοινωνιών. Η επένδυση στην έρευνα και την καινοτομία συνεπώς είναι, ενόψει και της βαθύτατης και πολυεπίπεδης κρίσης που διέρχεται η χώρα, η μόνη ορθή πολιτική επιλογή σήμερα.

Περισσότερο από ποτέ, η οικονομική ανάπτυξη της χώρας απαιτεί μια προσεκτικά σχεδιασμένη και μακροπρόθεσμη πολιτική ενίσχυσης της ερευνητικής δραστηριότητας, καθώς και διαχείρισης και αξιοποίησης των ερευνητικών αποτελεσμάτων. Οι μέχρι τώρα παρεμβάσεις της Πολιτείας στον τομέα αυτό ήταν ανεπαρκείς, αποσπασματικές, ή σε λάθος κατεύθυνση. Έτσι,

  • η διαχρονική απουσία οργανωμένης ερευνητικής πολιτικής,
  • η σοβαρότατη υποχρηματοδότηση της έρευνας (και ιδιαίτερα της βασικής έρευνας),
  • η αμφισβητούμενης ποιότητας αξιολόγηση των ερευνητικών προτάσεων που υπεβλήθησαν σε ερευνητικά προγράμματα, που δημιουργεί αμφιβολίες για την αξιοκρατία και ισοπολιτεία στη χρηματοδότηση της έρευνας και των ερευνητών,
  • η μη αποτίμηση των προγραμμάτων αυτών μετά τη λήξη τους, για την εξαγωγή συμπερασμάτων που θα βοηθήσουν στη χάραξη ερευνητικής πολιτικής,
  • η ανικανότητα της διαχειριστικής αρχής και ο πρόσφατος, γραφειοκρατικός στραγγαλισμός στη διαχείριση των εγκεκριμένων ερευνητικών έργων, στο όνομα της διαφάνειας στην πρόσληψη ερευνητικού προσωπικού και του αποτελεσματικού ελέγχου των δαπανών,

συνθέτουν σήμερα ένα μάλλον σκοτεινό τοπίο για την έρευνα και την ερευνητική κοινότητα στην πατρίδα μας.

Η χρηματοδότηση της ερευνητικής δραστηριότητας πρέπει να καλύπτει τις αναζητήσεις της ίδιας της ερευνητικής κοινότητας σε όλα τα επιστημονικά πεδία, την αναζήτηση απαντήσεων σε μεγάλα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο, τις εθνικές αναπτυξιακές προτεραιότητες και την επίλυση προβλημάτων του παραγωγικού τομέα. Στις εθνικές προτεραιότητες για την έρευνα πρέπει να περιλαμβάνονται τομείς δραστηριότητας στους οποίους η χώρα μας διαθέτει αναμφισβήτητα συγκριτικά πλεονεκτήματα. Η λειτουργική ενοποίηση του χώρου της ακαδημαϊκής έρευνας με τον αντίστοιχο των ερευνητικών κέντρων και ινστιτούτων αποτελεί προϋπόθεση για την άσκηση ολοκληρωμένης και αποτελεσματικής ερευνητικής πολιτικής.

Στην κατεύθυνση ενίσχυσης της ερευνητικής δραστηριότητας και αξιοποίησης των αποτελεσμάτων της έρευνας με ένα σαφή και αποτελεσματικό τρόπο (με μετρήσιμα και αξιολογήσιμα αποτελέσματα) προτείνεται:

  • Η θεσμοθέτηση από την Πολιτεία και εφαρμογή ενιαίου συστήματος χάραξης και άσκησης πολιτικής, καθώς και αξιολόγησης για την ανώτατη εκπαίδευση και την έρευνα, με συμμετοχή της ακαδημαϊκής και ερευνητικής κοινότητας. Η ετήσια σταδιακή αύξηση των δαπανών για την έρευνα και την αξιοποίηση των αποτελεσμάτων της, ώστε σε βάθος μιας πενταετίας να αυξηθεί το απαράδεκτα χαμηλό ποσοστό του ΑΕΠ που η Ελλάδα διαθέτει στην έρευνα, προσεγγίζοντας, αν όχι τον ευρωπαϊκό στόχο του 3% για το 2020, τουλάχιστον τον τρέχοντα ευρωπαϊκό μέσο όρο του 2%.
  • Η καθιέρωση ενός μόνιμου εθνικού προγράμματος έρευνας με τακτικές προκηρύξεις σε τέσσερις άξονες: βασική έρευνα, εφαρμοσμένη έρευνα, αξιοποίηση αποτελεσμάτων έρευνας, υποστήριξη νέων ερευνητών. Η προκήρυξη των ερευνητικών προγραμμάτων πρέπει να στηρίζεται σ’ ένα διαφανές και αξιοκρατικό πλαίσιο αξιολόγησης των ερευνητικών προτάσεων βασισμένο στην αντίστοιχη διεθνή εμπειρία (π.χ. υιοθέτηση της πολιτικής του European Research Council).
  • Η επιτάχυνση και ολοκλήρωση της διαδικασίας έγκρισης όλων των προτάσεων των ΑΕΙ για ίδρυση της Εταιρείας που προβλέπεται από το άρθρο 58 του νόμου 4009/2011, στην οποία εντάσσονται όλες οι δραστηριότητες (ερευνητικές αναπτυξιακές, αξιοποίησης της περιουσίας) του ιδρύματος, αλλά και ίδρυσης start up εταιρειών, για την αξιοποίηση των καινοτόμων τεχνολογικών και επιστημονικών επιτευγμάτων του ιδρύματος.
  • Η διασύνδεση της ερευνητικής και καινοτομικής δραστηριότητας με τις λειτουργικές και αναπτυξιακές ανάγκες του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα, ώστε να διασφαλίζεται η αξιοποίηση των αποτελεσμάτων της έρευνας για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας.

Με βάση τις παραπάνω αρχές και επιδιώξεις θα πρέπει να αναληφθούν άμεσες δράσεις που θα έχουν ως αποτέλεσμα την ταχεία διαμόρφωση ενός αναβαθμισμένου -σε σχέση με το υπάρχον- πλαισίου ερευνητικής δραστηριότητας. Τέτοιες δράσεις είναι:

  • Η διεύρυνση και διασύνδεση υπαρχόντων θεσμών, όπως το ΕΣΥΠ, με την ενσωμάτωση σε αυτό του Εθνικού Συμβουλίου Έρευνας και Τεχνολογίας και η ΑΔΙΠ.
  • Η αναβάθμιση, εκπαιδευτικά και οικονομικά, των διδακτορικών σπουδών.
  • Η θεσμοθέτηση και η εφαρμογή σε σημαντική κλίμακα του θεσμού του αμειβόμενου Μεταδιδάκτορα Ερευνητή, ώστε να μειωθεί, σε λογικά για μια αναπτυγμένη χώρα επίπεδα, η διαρροή νέων διδακτόρων προς το εξωτερικό.
  • Η προώθηση και ενίσχυση κατά μόνιμο και θεσμικό τρόπο της συγκρότησης μεγάλων ερευνητικών ομάδων – δικτύων μεταξύ ΑΕΙ και ερευνητικών κέντρων της ημεδαπής αλλά και της αλλοδαπής.
  • Η υλοποίηση στο μέγιστο δυνατό βαθμό της διασύνδεσης των ΑΕΙ με τα ερευνητικά κέντρα, με τη θεσμοθέτηση μέτρων και κινήτρων για την ενίσχυση της αμφίδρομης κινητικότητας καθηγητών ΑΕΙ και ερευνητών μεταξύ ερευνητικών κέντρων και ΑΕΙ και με την εγκαθίδρυση κοινών ομάδων διδασκόντων στα Μεταπτυχιακά Προγράμματα Σπουδών των ΑΕΙ. Η διασύνδεση αυτή μπορεί μέσο-μακροπρόθεσμα να οδηγήσει και σε οργανική συνένωση, με πλείστα οφέλη (συνέργειες ως προς υποδομές και εξοπλισμό, καλύτερη αξιοποίηση προσωπικού κλπ.). Υπάρχουν αρκετά επιτυχημένα παραδείγματα παρόμοιων οργανικών συνενώσεων στο εξωτερικό, την εμπειρία των οποίων καλό θα είναι να προσεγγίσουμε.
  • Η καθιέρωση κινήτρων αριστείας για την ερευνητική κοινότητα.
  • Η διαμόρφωση πολιτικής διασύνδεσης της έρευνας με τις επιχειρήσεις, την αγορά, την τοπική αυτοδιοίκηση και γενικότερα την κοινωνία, με διαφάνεια και κανόνες.
  • Η επέκταση και εμβάθυνση της συνεργασίας, με θεσμικό τρόπο, του ακαδημαϊκού και ερευνητικού δυναμικού της χώρας με το ακαδημαϊκό και ερευνητικό δυναμικό της Ελληνικής Διασποράς.

Θεωρούμε ότι η ταχεία συγκρότηση πολιτικής για την εφαρμοσμένη έρευνα, που είναι συνδεδεμένη με την επιχειρηματικότητα, είναι μια δράση αμελητέου κόστους που: 

  • Θα ενισχύσει την αξιοπιστία της Ελληνικής κυβέρνησης όσον αφορά την ‘οικειοποίηση’ του μετασχηματισμού του οικονομικού μοντέλου της χώρας.
  • Θα σηματοδοτήσει, στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, τον μετασχηματισμό αυτού του μοντέλου, κινητοποιώντας πόρους και υπαρκτούς ή δυνητικούς δρώντες.
  • Θα αναδείξει, στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, το δυναμικό και τις δυνατότητες της Ελληνικής ερευνητικής κοινότητας, αποδυναμώνοντας στερεότυπα περί μιας αδιόρθωτα οπισθοδρομικής και εσωστρεφούς ερευνητικά Ελλάδας.
  • Θα αποτελέσει το απαραίτητο πλαίσιο για τη συνεργασία της Ελληνικής ερευνητικής κοινότητας με την Ελληνική επιχειρηματικότητα.

Στο πλαίσιο των παραπάνω, προκρίνεται ως παράδειγμα προς μίμηση, με προσαρμογή στα Ελληνικά δεδομένα, η ανακοινωθείσα αντίστοιχη πολιτική της Ιρλανδίας για την εφαρμοσμένη έρευνα. Η Ιρλανδία –μια χώρα ανάλογου μεγέθους με την Ελλάδα- είναι, μεταξύ των χωρών που πέρασαν από πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, η πλέον διεθνώς ανταγωνιστική με επιτυχή παράδοση σύνδεσης της έρευνας με την παραγωγική διαδικασία.

Η νέα πολιτική της Ιρλανδίας για την Έρευνα έχει τα εξής άξια μνείας χαρακτηριστικά:

  • Είναι η πρώτη της οποίας η κατάρτιση ολοκληρώνεται μεταξύ των δράσεων που προβλέπονται στο Ιρλανδικό Σχέδιο Ανάπτυξης.
  • Συνιστά αυστηρότερο κεντρικό έλεγχο όσον αφορά την κατεύθυνση και την μέτρηση της απόδοσης των εθνικών πόρων για την εφαρμοσμένη έρευνα σε 14 ερευνητικά πεδία, που κρίνονται ως τα πλέον υποσχόμενα για την ανταγωνιστικότητα και ανάπτυξη της Ιρλανδικής οικονομίας.
  • Προβλέπει ανεξάρτητο έλεγχο, υπό την πολιτική ευθύνη του Ιρλανδικού ΥΠΑΝ, για την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων της εθνικής χρηματοδότησης σε αυτά τα 14 ερευνητικά πεδία.
  • Ταυτόχρονα, προβλέπει μορφές εθνικής χρηματοδότησης της έρευνας, που είναι κατάλληλες για τη δημιουργία μετρήσιμου αποτελέσματος για την οικονομία της Ιρλανδίας σε μεσοπρόθεσμο πλαίσιο (πενταετία).
  • Αναθέτει στο Υπουργείο Παιδείας την κύρια ευθύνη για την ανάπτυξη μεταπτυχιακών και διδακτορικών προγραμμάτων, που θα ανταποκριθούν στις ανάγκες της εφαρμοσμένης έρευνας και της επιχειρηματικής καινοτομίας.
  • Συνδέει την εφαρμοσμένη έρευνα με δημόσιες πολιτικές. Ουσιαστικά, η φιλοσοφία της πολιτικής για την εφαρμοσμένη έρευνα είναι ότι οι μείζονες προκλήσεις για τη δημόσια πολιτική – π.χ., ανάγκη για τον περιορισμό των δαπανών υγείας, βιώσιμη διαχείριση του περιβάλλοντος, αύξηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας – πρέπει να συνδεθούν με την ερευνητική διαδικασία ούτως ώστε, με τη σειρά της, η ερευνητική διαδικασία να καταστήσει καινοτόμα την επιχειρηματικότητα της χώρας. Για παράδειγμα, προτείνεται οι κλινικές πρακτικές των Ιρλανδικών δημόσιων νοσοκομείων να συνδεθούν με την έρευνα για νέα φάρμακα και νοσοκομειακά εργαλεία.

Σε αντιδιαστολή με αυτές τις κατευθύνσεις, στη χώρα μας:

  • Oι εθνικοί πόροι καλύπτουν μόνο λειτουργικές δαπάνες και όχι πεδία έρευνας, που έχουν κριθεί ως σημαντικά για την Ελληνική επιχειρηματικότητα. Άρα, η ερευνητική κοινότητα χρηματοδοτείται, από Ευρωπαϊκές κυρίως πηγές, για τη διεξαγωγή έρευνας που είναι ως επί το πλείστον αποσυνδεδεμένη από την Ελληνική παραγωγική διαδικασία.
  • Οι έλεγχοι έχουν διαχειριστικό και όχι επιχειρησιακό χαρακτήρα και αναλώνουν πολύτιμους όσο και πεπερασμένους πόρους της ερευνητικής κοινότητας και του υποστηρικτικού της προσωπικού.
  • Δεν υπάρχει μηχανισμός αξιολόγησης από την Πολιτεία της επίδρασης της έρευνας στην επιχειρηματική καινοτομία.
  • Το ΥΠΑΝ δεν επιβλέπει την εφαρμοσμένη έρευνα και το Υπουργείο Παιδείας, σε συνεργασία με τα ΑΕΙ, δεν έχει σχεδιάσει την εκπλήρωση των αναγκών στελέχωσης της εφαρμοσμένης έρευνας και της επιχειρηματικής καινοτομίας, μέσω της ανάπτυξης στοχευμένων μεταπτυχιακών και διδακτορικών προγραμμάτων.
  • Δεν υπάρχει πρόβλεψη και μηχανισμός σύνδεσης της εφαρμοσμένης έρευνας με τις δημόσιες πολιτικές έτσι ώστε να μπορέσει να επωφεληθεί η επιχειρηματική καινοτομία.

Θα μπορούσαμε να επινοήσουμε μια «γέφυρα» μεταξύ της Ιρλανδικής βέλτιστης πρακτικής και της σημερινής Ελληνικής πραγματικότητας που να έχει τα παρακάτω χαρακτηριστικά:

  • Κατάρτιση μεσοπρόθεσμου προγράμματος χρηματοδότησης εφαρμοσμένης έρευνας, με τη βοήθεια των βασικών ερευνητικών ιδρυμάτων της χώρας και κάνοντας χρήση του υφιστάμενου αποθέματος μελετών σχετικών με το μέλλον της Ελληνικής οικονομίας.
  • Αξιοποίηση Ευρωπαϊκών πόρων για την υλοποίηση αυτού του προγράμματος με την ίδια συμμετοχή (5 %) να καλύπτεται όχι από δημόσιους, αλλά από χορηγικούς πόρους, από την Ελληνική εφοπλιστική κοινότητα, τις Ελληνικές Τράπεζες και τις βασικές εργοδοτικές οργανώσεις.
  • Επιτροπές που θα αξιολογούν και θα εγκρίνουν ερευνητικά προγράμματα με διεθνή σύνθεση.
  • Νομοθετική ρύθμιση που να παρέχει μεγαλύτερη ευελιξία σε μέλη ΔΕΠ και ερευνητές να μπορούν να εκμεταλλευτούν εμπορικά, με την υιοθέτηση των πιο πρόσφορων επιχειρηματικών σχημάτων τα αποτελέσματα της ερευνητικής τους δραστηριότητας.

5.9. Σύνδεση του Ακαδημαϊκού Ιστού με την Οικονομία – Καινοτομία

Το ελληνικό σύστημα ανώτατης εκπαίδευσης μπορεί να συμβάλλει καθοριστικά στην προώθηση ενός νέου αναπτυξιακού προτύπου έντασης γνώσης, που θα εξασφαλίζει τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της χώρας, που συνιστά πλέον βασική προϋπόθεση για την αποκατάσταση της εθνικής κυριαρχίας και για την επάνοδο της ευμάρειας. Ένα πρότυπο ανάπτυξης που θα δημιουργεί νέες δραστηριότητες, οι οποίες θα αντέχουν στον χρόνο και στον διεθνή ανταγωνισμό και πολλές θέσεις εργασίας με προοπτική. Η εξέλιξη αυτή προϋποθέτει συγκεκριμένες δομικές μεταβολές αντιλήψεων και λειτουργιών, τόσο από την πλευρά των ΑΕΙ όσο και από την πλευρά της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και των οικονομικών και παραγωγικών υποκειμένων της.

Στα πρότυπα της μελέτης της McKinsey Greece 10 Years Ahead (2012) τα ΑΕΙ της χώρας πρέπει να ανταποκριθούν, σε συνεργασία με την επιχειρηματική κοινότητα, στις εξής προκλήσεις:

  • Στον σχηματισμό του επαρκούς ανθρώπινου κεφαλαίου μέσα από προπτυχιακά και μεταπτυχιακά προγράμματα σε όλους τους διαπιστωμένα κρίσιμους κλάδους της ελληνικής οικονομίας, όπως ενδεικτικά τρόφιμα, ποτά, τουρισμός, logistics, ναυτιλία.
  • Στη διαμόρφωση προγραμμάτων σπουδών που να καλύπτουν με επάρκεια το πλήρες φάσμα της παραγωγικής διαδικασίας τέτοιων κλάδων όπως, ενδεικτικά, την προϊοντική καινοτομία, το μάρκετινγκ, την παραγωγή αυτή καθαυτή.
  • Την εφαρμοσμένη έρευνα σε αυτό το πλήρες φάσμα της παραγωγικής διαδικασίας.

Η σύνθεση των ΣΙ των ΑΕΙ πρέπει να υποστηρίζει αυτό τον στόχο, με τη συμμετοχή επιφανών μελών της επιχειρηματικής κοινότητας της χώρας, καθώς και μελών της ελληνικής επιστημονικής διασποράς με μεγάλη εμπειρία στη συνεργασία μεταξύ ΑΕΙ και επιχειρηματικής κοινότητας.

Ανάλογα, η δραστηριότητα άντλησης χορηγιών, ιδίως από τη βάση αποφοίτων των ΑΕΙ, πρέπει να εστιασθεί στον προσπορισμό δωρεών από ιδιώτες και επιχειρήσεις, που προάγουν τη σύνδεση της επιχειρηματικής κοινότητας με τα ΑΕΙ της χώρας, μέσα από την ίδρυση καθηγητικών εδρών, ερευνητικών κέντρων, μεταπτυχιακών προγραμμάτων, εξειδικευμένων διδακτορικών, κλπ.

Τέλος, αποτελεί κορυφαία ευθύνη του συνόλου της ηγεσίας των ΑΕΙ να καταστήσουν όχι απλά ευπρόσδεκτη την Ελληνική επιχειρηματική κοινότητα στα ΑΕΙ – από την επιτυχία της οποίας εξαρτάται η συλλογική ευμάρεια και η ίδια η εθνική κυριαρχία της χώρας – αλλά και να εδραιώσουν τη γόνιμη συνεργασία μαζί της ως κορυφαία προτεραιότητα των ιδρυμάτων τους.

5.10. Η Διεθνοποίηση των Ελληνικών ΑΕΙ και Ερευνητικών Κέντρων – Ενιαίος Ευρωπαϊκός Χώρος Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρευνας

5.10.1. Ενιαίος Ευρωπαϊκός Χώρος Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρευνας (ΕΧΑΕ)

Οι εξελίξεις στον διεθνή περίγυρο της χώρας μας και ιδιαιτέρως οι συζητήσεις στα πλαίσια του ΠΟΕ, του ΟΟΣΑ, αλλά και της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και οι πρωτοβουλίες της Μπολόνιας, της Πράγας, του Βερολίνου του Μπέργκεν και η συνέχειά τους, τις οποίες πρέπει να συνεχίσουμε να παρακολουθούμε με προσοχή, συνθέτουν μια διαρκή πρόκληση για το ελληνικό ΑΕΙ.

Η έμφαση στην ανταγωνιστικότητα μεταξύ των εκπαιδευτικών συστημάτων που συνεπάγονται αυτές οι πρωτοβουλίες απαιτεί μια συνεχή επικαιροποίηση του θεσμικού πλαισίου της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και την προσαρμογή του στα διεθνή δρώμενα.

Τα ελληνικά ΑΕΙ πρέπει να έχουν ουσιαστική συμμετοχή στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, χωρίς αισθήματα μιζέριας και εξαρτησιακών συμπλεγμάτων. Θα πρέπει να γίνει προσπάθεια συμπόρευσης με την ευρύτερη ευρωπαϊκή εμπειρία, διατηρώντας συνάμα τα βασικά, ελπίζουμε και θετικά, στοιχεία του ελληνικού χώρου. Προς τούτο, θα πρέπει να προχωρήσουμε, με περίσκεψη και προσοχή, σε εξειδίκευση και ενσωμάτωση στο ελληνικό Ακαδημαϊκό Σύστημα  βασικών ευρωπαϊκών κατακτήσεων που έχουν προκύψει από τις παραπάνω διαδικασίες, ανάμεσα στις οποίες είναι:

  • Αναγνωρίσιμα και Συγκρίσιμα Πτυχία στον Ευρωπαϊκό χώρο.
  • Ενιαίο Σύστημα Διδακτικών Μονάδων.
  • Μηχανισμοί Αξιολόγησης & Διασφάλισης Ποιότητας των Ιδρυμάτων.
  • Έκδοση Κοινών Πτυχίων.

Στόχος δεκαετίας θα μπορούσε να είναι η σημαντική βελτίωση της θέσης των ελληνικών Πανεπιστημίων σε διεθνώς αποδεκτές λίστες ταξινόμησης, όπως για παράδειγμα η εκπροσώπηση της Ελλάδας, έστω με ένα Πανεπιστήμιο, στην ένωση των Ευρωπαϊκών Ερευνητικών Πανεπιστημίων της LERU (League of European Research Universities: http://www.leru.org/index.php/public/home/).

5.10.2. Διεθνοποίηση

Γενικότερα, η διεθνοποίηση προσφέρει ευκαιρίες για διεθνή συνεργασία στην έρευνα και τη διδασκαλία, τον εμπλουτισμό της ακαδημαϊκής ζωής με τις εμπειρίες ενός πολυπολιτισμικού σώματος καθηγητών και φοιτητών και την αξιοποίηση νέων ιδεών απ’ όλο τον κόσμο, στην κατεύθυνση της δημιουργίας ενός πραγματικά πνευματικά ερεθιστικού ακαδημαϊκού περιβάλλοντος. Η διεθνοποίηση όμως φέρνει και το ΑΕΙ αντιμέτωπο με νέες ευθύνες, αφού πρέπει να φροντίσει ώστε οι φοιτητές και οι καθηγητές του να διαθέτουν τις απαραίτητες πολυπολιτισμικές δεξιότητες, που θα τους χρειαστούν προκειμένου να είναι ανταγωνιστικοί στο διεθνές περιβάλλον.

Η διεθνοποίηση της εκπαίδευσης κατά κύριο λόγο σηματοδοτείται από την ύπαρξη σημαντικού ποσοστού αλλοδαπών φοιτητών στο ΑΕΙ καθώς και αλλοδαπών καθηγητών. Στον τομέα αυτό, ο βαθμός διεθνοποίησης του ελληνικού ΑΕΙ είναι απελπιστικά χαμηλός, αφού τα ποσοστά αυτά είναι σήμερα αμελητέα. Ενέργειες που πρέπει να αναληφθούν προκειμένου η κατάσταση αυτή να γίνει δυνατό να βελτιωθεί είναι:

  • Η ενεργοποίηση της δυνατότητας διεξαγωγής μαθημάτων και σε άλλη – εκτός της ελληνικής- γλώσσα, κατ’ αρχάς σε μεταπτυχιακό επίπεδο.
  • Η ριζική απλοποίηση της διαδικασίας εισαγωγής πτυχιούχων ΑΕΙ της αλλοδαπής σε ελληνικά μεταπτυχιακά προγράμματα με απάλειψη της υποχρέωσης αναγνώρισης τίτλων σπουδών από το ΔΟΑΤΑΠ.
  • Η ενθάρρυνση και ενεργός υποστήριξη της αξιοποίησης της διάταξης του νόμου 4009 για δημιουργία παραρτημάτων των ελληνικών πανεπιστημίων σε άλλη χώρα, σε συνεργασία με ΑΕΙ της χώρας υποδοχής.
  • Ο ορθολογικός εκσυγχρονισμός του νομικού πλαισίου εισαγωγής αλλοδαπών φοιτητών στα ελληνικά ΑΕΙ, συμπεριλαμβανομένης της διαδικασίας έκδοσης βίζας.
  • Η απάλειψη της υποχρέωσης καλής γνώσης της ελληνικής γλώσσας ως προσόντος διορισμού σε θέση καθηγητή σε ελληνικό ΑΕΙ.
  • Η δημιουργία σοβαρών δομών υποδοχής και στήριξης αλλοδαπών φοιτητών και καθηγητών μέσα στα ΑΕΙ.
  • Η θέσπιση –ως υπερκείμενη ανάγκη- αυστηρών ποιοτικών προδιαγραφών για όλα τα διεθνοποιημένα προγράμματα σπουδών.

Ωστόσο, η διεθνοποίηση της εκπαίδευσης δεν εξαντλείται στην –έστω επιτυχημένη- προσέλκυση αλλοδαπών φοιτητών. Εκτείνεται περαιτέρω στην παροχή, σε όλους τους φοιτητές, της δυνατότητας ανάπτυξης δεξιοτήτων που θα τους καταστήσουν ικανούς να ανταγωνιστούν ισότιμα τους μελλοντικούς συναδέλφους τους, πτυχιούχους καλών ΑΕΙ της αλλοδαπής. Τούτο σημαίνει:

  • Τον διαρκή εκσυγχρονισμό των προγραμμάτων σπουδών αλλά και των μεθόδων διδασκαλίας (π.χ. στροφή προς τη συμμετοχική διδασκαλία με υποστήριξη των ΤΠΕ για η-μάθηση, και μακριά από την από έδρας διάλεξη), ώστε αυτά να παραμένουν συμβατά με τη διεθνή πρακτική και τις διεθνείς απαιτήσεις.
  • Τη συνεργασία με διεθνείς οργανισμούς και ΑΕΙ της αλλοδαπής στην κατεύθυνση (ανα)σχεδιασμού των προγραμμάτων σπουδών.
  • Την επαναφορά της ευθύνης σύνταξης Προγραμμάτων Προπτυχιακών Σπουδών στις Σχολές, οι οποίες θα καταρτίζουν Διατμηματικά ΠΠΣ και θα αναθέτουν τη διδασκαλία τους σε καθηγητές της Σχολής.
  • Την πιστοποίηση των προγραμμάτων σπουδών από διεθνείς επιστημονικούς οργανισμούς.
  • Τον εμπλουτισμό των προγραμμάτων σπουδών με δραστηριότητες – εκπαιδευτικές και μη- που θα εκθέτουν τους φοιτητές σε πολυπολιτισμικά περιβάλλοντα.
  • Την ουσιαστική ανάπτυξη των γλωσσικών ικανοτήτων των φοιτητών.
  • Τη συστηματική χρήση διεθνών προτύπων ακαδημαϊκής ποιότητας.

Στον τομέα κινητικότητας των φοιτητών η Ελλάδα επιδεικνύει επιδόσεις κατά πολύ χαμηλότερες του Ευρωπαϊκού μέσου όρου ως προς το πλήθος των εξερχόμενων φοιτητών και πολύ μικρό πλήθος εισερχομένων φοιτητών με το πρόγραμμα ERASMUS. Παράλληλα, η κινητικότητα φοιτητών προς ή από άλλα μέρη του κόσμου, εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι αμελητέα. Αύξηση της κινητικότητας αυτής θα γίνει δυνατή για τους εξερχόμενους φοιτητές με:

  • Την ουσιαστική ενσωμάτωση των σπουδών τους στα ιδρύματα υποδοχής μέσω πλήρους αναγνώρισής τους.
  • Τη διεκδίκηση περισσότερων υποτροφιών εξερχομένων φοιτητών.
  • Την ενδεχόμενη συμπλήρωση του ποσού της υποτροφίας ERASMUS από ίδιους πόρους των ΑΕΙ.
  • Ενεργητικότερη κινητοποίηση των φοιτητών στην κατεύθυνση αυτή.

Ως προς τους εισερχόμενους φοιτητές, οι ενδεικνυόμενες δράσεις είναι ανάλογες με εκείνες που περιγράφηκαν παραπάνω για τη διεθνοποίηση της εκπαίδευσης.

Ενδιαφέρον θα μπορούσε να έχει και ένα σχήμα ενδοελλαδικών ανταλλαγών τύπου ERASMUS. Ειδικά τώρα που με τις αποχωρήσεις καθηγητών κάποια αντικείμενα ίσως δεν καλύπτονται επαρκώς σε όλα τα ιδρύματα, θα είχαν έτσι οι φοιτητές τη δυνατότητα, μετακινούμενοι σε άλλο Πανεπιστήμιο, να παρακολουθήσουν επί ένα ή δυο εξάμηνα μαθήματα προτίμησής τους.

Η ερευνητική παραγωγή των ελληνικών ΑΕΙ είναι εξαιρετικά υψηλή, σε απόλυτες τιμές. Αν μάλιστα συνυπολογίσει κανείς τα σχεδόν μηδενικά εθνικά κονδύλια που διατίθενται για την έρευνα, η ερευνητική παραγωγή των ελληνικών ΑΕΙ είναι από τις υψηλότερες στον κόσμο. Ο βαθμός διεθνοποίησης της ερευνητικής διαδικασίας του ελληνικού ΑΕΙ σήμερα είναι αντίστοιχα υψηλός. Ωστόσο, οι διεθνείς ερευνητικές συνεργασίες εκτείνονται στα όρια μεμονωμένων ερευνητικών ομάδων ή εργαστηρίων ή, στην καλύτερη περίπτωση, ακαδημαϊκών Τμημάτων. Δράσεις που θα μπορούσαν να βελτιώσουν την εικόνα διεθνοποίησης της έρευνας περιλαμβάνουν:

  • Τη σύναψη στρατηγικών συμμαχιών έρευνας, στο ιδρυματικό επίπεδο, με αντίστοιχα ιδρύματα του εξωτερικού, με σκοπό την από κοινού αναζήτηση διεθνούς χρηματοδότησης και την κοινή χρήση ερευνητικών υποδομών.
  • Τη θεσμοθέτηση δομών ουσιαστικής στήριξης διεθνοποιημένων ερευνητικών προσπαθειών στο εσωτερικό των ΑΕΙ.
  • Την αρχική χρηματοδότηση νέων καθηγητών στις πρώτες ερευνητικές τους προσπάθειες από ίδιους πόρους των ΑΕΙ.
  • Τη θέσπιση θέσεων μεταδιδακτορικών ερευνητών.
  • Την ενθάρρυνση της δημοσίευσης ερευνητικών αποτελεσμάτων σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά υψηλού κύρους μέσω κατάλληλου πλέγματος ακαδημαϊκών κινήτρων.

Τέλος, ως προς την κινητικότητα των ερευνητών, στους οποίους συγκαταλέγονται οι καθηγητές, και πάλι τα Ελληνικά ΑΕΙ επιδεικνύουν αυξημένη κινητικότητα εξερχομένων, εντελώς δυσανάλογη με εκείνη των εισερχομένων. Οι ενδεικνυόμενες ενέργειες στην κατεύθυνση της βελτίωσης της κατάστασης στον τομέα αυτόν πρέπει να στοχεύουν στη βελτίωση της ελκυστικότητας των Ελληνικών ΑΕΙ, μέσω, για παράδειγμα:

  • Της χορήγησης υποτροφιών και σε αλλοδαπούς ερευνητές.
  • Της αξιοποίησης διεθνών δικτύων κινητικότητας ερευνητών.
  • Της αύξησης των αλλοδαπών επισκεπτών καθηγητών.
  • Της θεσμοθέτησης κατάλληλων υποστηρικτικών δομών για την υποδοχή και μέριμνα για τους αλλοδαπούς ερευνητές στο Ελληνικό ΑΕΙ.