ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΔΙΟΙΚΗΣΗ, ΟΡΓΑΝΩΣΗ, ΣΤΕΛΕΧΩΣΗ, ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ, ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ & ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗ
3.1 Εισαγωγή
Η οργανωτική δομή και διάρθρωση και ο τρόπος λειτουργίας του Συστήματος Διοίκησης της Εκπαίδευσης πρέπει να απαντούν στις ανάγκες του εκπαιδευτικού συστήματος και ιδιαίτερα να υπηρετούν τις ανάγκες της εκπαιδευτικής διαδικασίας διδασκαλίας και μάθησης και τις ανάγκες του μαθητή. Πρόκειται για μια καθοριστική παράμετρο του Εκπαιδευτικού Συστήματος, που σχετίζεται και αλληλεπιδρά με τη φιλοσοφία και την εφαρμογή του Προγράμματος Σπουδών, με τη διαχείριση του Εκπαιδευτικού Προσωπικού, με τον τρόπο ανάπτυξης του Σχολικού Δικτύου.
Το Ελληνικό Εκπαιδευτικό Σύστημα εξακολουθεί να θεωρείται συγκεντρωτικό, γραφειοκρατικό και κυρίως αναποτελεσματικό. Κάθε προσπάθεια αντιμετώπισης των προβλημάτων του πρέπει:
- Να θέτει τα θεμέλια για τον ορθολογικό εκσυγχρονισμό και την αναβάθμιση του Συστήματος Οργάνωσης και Διοίκησης της Εκπαίδευσης και τη βελτίωση της αποτελεσματικότητάς του στην κατεύθυνση της ουσιαστικής υποστήριξης της εκπαιδευτικής λειτουργίας και της διασφάλισης της παιδαγωγικής αρτιότητας και της υψηλής ποιότητας του εκπαιδευτικού έργου.
- Να χαρακτηρίζεται από συνέχεια, συνέπεια, και όραμα για ένα σύστημα εκπαίδευσης, που πρέπει να έχει διάρκεια, σταθερότητα και ευελιξία προσαρμογής στην ταχύτατα μεταβαλλόμενη κοινωνία της γνώσης και να θέτει ως μεγάλες αξίες τη γνώση, την αριστεία και την καινοτομία.
- Να βασίζεται στις αρχές της αποκέντρωσης, της υπευθυνότητας, της διαφάνειας, της λογοδοσίας, της ποιότητας και της οικονομικότητας.
Βασικές κατευθύνσεις του είναι:
- Η αποκέντρωση αρμοδιοτήτων και η ενίσχυση του ρόλου των περιφερειακών δομών και των στελεχών διοίκησης της εκπαίδευσης στη λήψη και υλοποίηση σημαντικών αποφάσεων, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την εξειδίκευση και προσαρμογή κεντρικών εκπαιδευτικών πολιτικών, αλλά και τον εξαρχής σχεδιασμό πολιτικών και δράσεων που θα απαντούν σε ιδιαίτερες ανάγκες.
- Η ενίσχυση της αυτονομίας της σχολικής μονάδας (παιδαγωγικής, διοικητικής, οικονομικής) και της δυνατότητάς της να προγραμματίζει, να οργανώνει, να υλοποιεί και να αξιολογεί αποτελεσματικά το έργο της.
- Ο συντονισμός των δομών και υπηρεσιών στήριξης και επιστημονικής – παιδαγωγικής καθοδήγησης του εκπαιδευτικού έργου και της σχολικής μονάδας και η αναχωροθέτησή τους, ώστε να βρίσκονται σε άμεση επαφή με το βασικό κύτταρο της εκπαίδευσης, τη σχολική μονάδα και τον εκπαιδευτικό.
- Ο συντονισμός της δράσης των διοικητικών και υποστηρικτικών δομών της δευτεροβάθμιας και της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης.
- Η διαμόρφωση απλής και ευέλικτης διοικητικής δομής με τον περιορισμό των επιπέδων και των οργάνων διοίκησης.
- Ο περιορισμός της πληθώρας των Στελεχών και Υπευθύνων, με τον, πολλές φορές, αυτόνομο και ασυντόνιστο ρόλο, που δημιουργεί αντιφατικές καταστάσεις και πολύπλοκα σχήματα.
- Ο σαφής προσδιορισμός αρμοδιοτήτων μεταξύ των οργάνων διοίκησης της εκπαίδευσης.
- Η βέλτιστη αξιοποίηση πόρων, η εξασφάλιση οικονομίας μέσων, η αξιοποίηση νέων τεχνολογιών, η απλούστευση των διοικητικών διαδικασιών.
- Η ενίσχυση των ορθολογικών διαδικασιών λήψης και υλοποίησης αποφάσεων, η προώθηση της αποτελεσματικότητας και των διαδικασιών μέτρησής της, της λογοδοσίας, της διαφάνειας, ενίσχυση των μηχανισμών εποπτείας.
- Η έμφαση σε διαδικασίες που θα διασφαλίζουν την στελέχωση των Σχολείων με εκπαιδευτικούς κατάλληλα καταρτισμένους και επιλεγμένους
- Η ανάπτυξη ενός συστήματος συνεχούς επιμόρφωσης και επαγγελματικής ανάπτυξης, συνδεδεμένου με το σύστημα αξιολόγησης, ώστε να απαντά στις πραγματικές ανάγκες των εκπαιδευτικών .
3.2 Η Σχολική Μονάδα στο κέντρο
Στο πλαίσιο αυτών των βασικών κατευθύνσεων, η πρότασή μας τοποθετεί στο κέντρο τη Σχολική Μονάδα σαν το βασικό κύτταρο του Συστήματος Διοίκησης της Εκπαίδευσης, κύτταρο γόνιμης υποδοχής και συνδιαμόρφωσης της εκπαιδευτικής πολιτικής, φορέα παραγωγής και υλοποίησης εκπαιδευτικών και παιδαγωγικών πρωτοβουλιών με κέντρο το Μαθητή και πρωταγωνιστές τους Εκπαιδευτικούς.
Προωθείται το «όραμα» της αυτόνομης στο σχεδιασμό και τη δράση της Σχολικής Μονάδας, που στηρίζεται:
- Στο επαγγελματικό ήθος και τις ικανότητες των εκπαιδευτικών της.
- Στην προσπάθεια των μαθητών και την ενεργό συμμετοχή των γονέων και της τοπικής κοινωνίας για να επιτύχει υψηλούς στόχους και να διαμορφώσει την ιδιαίτερη σχολική κουλτούρα.
- Στο απαραίτητο θετικό κλίμα και σε μια ισχυρή παράδοση που δεσμεύει όλους στη δυναμική πορεία της εκπαιδευτικής μονάδας στο μέλλον.
Ένα «όραμα» για κάθε σχολική μονάδα, που δεν επιβάλλεται από πάνω ή από έξω, αλλά προκύπτει μέσα από την αξιοποίηση των εμπειριών και των ανησυχιών των εκπαιδευτικών, των μαθητών της και των γονέων τους.
Η διοικητική λειτουργία της σχολικής μονάδας πρέπει να προσδιοριστεί με τέτοιο τρόπο ώστε να συμβάλει:
- Στη διαμόρφωση μιας νέας κουλτούρας οργάνωσης, σχέσεων και συνεργασίας στο Σχολείο, η οποία στηρίζεται στις δημοκρατικές αρχές για τη λήψη αποφάσεων αλλά και στη δέσμευση ότι αυτές θα υλοποιηθούν.
- Στη συνεχή βελτίωση της ποιότητας της εκπαίδευσης.
- Στην πλήρη αξιοποίηση του δυναμικού των μαθητών και στην επιδίωξη της αριστείας.
- Στο ομαδικό πνεύμα εργασίας και στην ενεργό συμμετοχή των εκπαιδευτικών στη λήψη αποφάσεων.
- Στην εκπαίδευση, την επιμόρφωση και επαγγελματική ανάπτυξη των εκπαιδευτικών.
- Στην ενεργό συμμετοχή μαθητών, εκπαιδευτικών, αλλά και γονέων στη σχολική ζωή και σε κάθε παιδαγωγική διαδικασία, πρωτοβουλία και καινοτομία του σχολείου.
- Στο άνοιγμα του Σχολείου στην τοπική και ευρύτερη κοινωνία και στην ανάπτυξη της συνεργασίας με άλλα σχολεία, την Τοπική Αυτοδιοίκηση και άλλους φορείς.
Συγχρόνως πρέπει να προσδιοριστεί με τρόπο που θα είναι συμβατός με το πνεύμα των Νέων Προγραμμάτων Σπουδών του Νέου Σχολείου, τα οποία θέλουν τη Σχολική Μονάδα μανθάνοντα οργανισμό, ζωντανή και ενεργή κοινότητα μάθησης ικανή να παράγει τα δικά της Σχολειοκεντρικά Προγράμματα Σπουδών – στο πλαίσιο και σύμφωνα με τις κατευθύνσεις των ΝΠΣ – τα οποία θα απαντούν στις ιδιαίτερες ανάγκες των μαθητών της και στις ανάγκες και προτεραιότητες της τοπικής κοινωνίας.
Η ενισχυμένη σχολική αυτονομία μπορεί να συμβάλει στην αύξηση της αποδοτικότητας, στη βελτίωση του χρηματοοικονομικού ελέγχου, στη μείωση της γραφειοκρατίας, στη βελτιωμένη ανταπόκριση στις τοπικές ανάγκες, στην πιο δημιουργική διαχείριση των ανθρώπινων πόρων, στην καινοτομία, και στη δημιουργία των συνθηκών που παρέχουν καλύτερα κίνητρα για τη βελτίωση της ποιότητας της σχολικής εκπαίδευσης.
Πρέπει όμως να συμπληρώνεται με πολιτικές και εργαλεία που θα ενισχύουν τις συνεργατικές πρακτικές, την κοινωνική λογοδοσία και τη δυνατότητα των Σχολείων και τις ικανότητες των εκπαιδευτικών όχι να συμμορφώνονται, αλλά να προσαρμόζουν αποτελεσματικά τις σχολικές πρακτικές στις πραγματικές ανάγκες της σχολικής κοινότητας και του κάθε μαθητή.
Το θέμα είναι σε κάθε περίπτωση με ποιο τρόπο τα Σχολεία με ενισχυμένη αυτονομία σε θέματα διοίκησης και διαχείρισης πόρων και προσωπικού και σε θέματα που αφορούν το περιεχόμενο και τις μεθόδους διδασκαλίας θα χρησιμοποιήσουν την αυξημένη αρμοδιότητα και ευθύνη τους για να λάβουν αποφάσεις, οι οποίες μέσα από μια σχέση αιτίου αποτελέσματος θα οδηγήσουν σε υψηλότερα επίπεδα επιτευγμάτων και σε άμβλυνση των ανισοτήτων.
Στην κατεύθυνση αυτή πρέπει:
- Να ενδυναμωθεί ο ρόλος των «Σχολικών Ηγετών» στο πλαίσιο μιας κεντρικής στρατηγικής, πλαισίων, λογοδοσίας, βάσει αποτελεσμάτων και παρακολούθησης.
- Να διαμορφωθεί ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα επιμόρφωσης – επαγγελματικής εξέλιξης για τους Διευθυντές και γενικότερα τα Στελέχη των Σχολείων.
- Να εξασφαλιστεί γραμματειακή υποστήριξη, ιδιαίτερα σε μεγάλες σχολικές μονάδες, ώστε οι Σχολικοί Ηγέτες να μπορούν πράγματι να επικεντρωθούν στην παιδαγωγική διαχείριση.
- Να εξορθολογιστεί η σχέση ευθύνης και εξουσίας, να αρθούν επικαλύψεις αρμοδιοτήτων, να βελτιωθούν οι συνθήκες και οι προϋποθέσεις άσκησης του διοικητικού έργου.
- Να ενδυναμωθεί ο ρόλος των Εκπαιδευτικών και του Συλλόγου Διδασκόντων στη λήψη αποφάσεων για θέματα που αφορούν:
- Το περιεχόμενο, τις μεθόδους διδασκαλίας, το διδακτικό υλικό
- Την αξιολόγηση, την διαμόρφωση προτάσεων ενδοσχολικής επιμόρφωσης και υποστήριξης των εκπαιδευτικών.
- Την εφαρμογή Προγραμμάτων Αντισταθμιστικής Αγωγής, καθώς και προγραμμάτων Συμβουλευτικής και Επαγγελματικού Προσανατολισμού των μαθητών.
- Τη δημιουργία Σχολικών Ομίλων και διασχολικών συνεργασιών.
- Τη διαμόρφωση προτάσεων για προγραμματικές δεσμεύσεις, που αναλαμβάνει η σχολική μονάδα για την ανάπτυξη σχεδίων δράσης στο πλαίσιο της Αυτοαξιολόγησης ΕΕ, οι οποίες θα δύνανται να χρηματοδοτούνται με ειδικό τρόπο και πέραν της λοιπής χρηματοδότησης της ΣΜ για τις λειτουργικές της ανάγκες, τον συντονισμό του εκπαιδευτικού έργου.
- Να ενισχυθούν οι θεσμοί καθοδήγησης και στήριξης του εκπαιδευτικού έργου και της επιμόρφωσης στο σχολείο.
- Να εξορθολογιστεί ο σχεδιασμός και ο ρόλος των συλλογικών οργάνων (Σχολικών και Δημοτικών Επιτροπών Παιδείας, Σχολικού Συμβουλίου και Συμβουλίου Σχολικής κοινότητας).
- Να ανασχεδιαστεί ο τρόπος χρηματοδότησης προς την ενίσχυση και της αναβαθμισμένης οικονομικής αυτονομίας του Σχολείου και την ανάπτυξη τρόπων στήριξης των προγραμματισμένων δράσεων του Σχολείου (εκπαιδευτικών, επαγγελματικής εξέλιξης κ.ά.) και των σχεδιαζόμενων αντισταθμιστικών πολιτικών προς άρση των ανισοτήτων.
Σε επίπεδο Μεσοπρόθεσμου Σχεδιασμού η αποκεντρωτική προοπτική θα πρέπει να στοχεύει:
- Σε περαιτέρω ενίσχυση του επιτελικού ρόλου της ΚΥ του Υπουργείου Παιδείας και σε αποκέντρωση αρμοδιοτήτων του.
- Σε διαμόρφωση πολύ απλούστερης οργανοδιοικητικής δομής της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Παιδείας με πολύ λιγότερες επιτελικού χαρακτήρα λειτουργικές μονάδες, που θα συνεπικουρούνται στο έργο τους από τους επιτελικούς εποπτευόμενους φορείς (ΙΕΠ, ΔΙΟΦΑΝΤΟΣ, ΑΔΙΠΠΔΕ κλπ), διότι παρά τον περιορισμό τους με το νέο οργανόγραμμα του 2014 παραμένουν 4 Γενικές Γραμματείες, 1 Ενιαίος Διοικητικός τομέας, 6 Γενικές Διευθύνσεις, 33 Διευθύνσεις και Αυτοτελείς Διευθύνσεις, 110 Τμήματα και Αυτοτελή Τμήματα και 4 Αυτοτελή Γραφεία.
- Σε αποκέντρωση στις Περιφερειακές Διευθύνσεις Εκπαίδευσης αρμοδιοτήτων διοικητικού-οικονομικού χαρακτήρα και σε ανάδειξη των Περιφερειακών Διευθύνσεων Εκπαίδευσης σε φορείς ουσιαστικού εκπαιδευτικού σχεδιασμού, εξειδίκευσης των εθνικών πολιτικών, διαχείρισης των οικονομικών πόρων (εκτός της μισθοδοσίας του μόνιμου εκπαιδευτικού προσωπικού), σύναψης προγραμματικών συμβάσεων για κτιριακές υποδομές και εξοπλισμό των σχολείων, σχεδιασμού επιμορφωτικών παρεμβάσεων, πρόσληψης μη μόνιμου εκπαιδευτικού προσωπικού, κλπ. Στην κατεύθυνση αυτή οι ΠΔΕ θα συντάσσουν 4ετές εκπαιδευτικό σχέδιο, το οποίο θα καταλήγει σε προγραμματική σύμβαση. Στο πλαίσιο των ΠΣ οι ΠΔΕ έχουν την αρμοδιότητα διαχείρισης ολοκληρωμένου προϋπολογισμού προγράμματος ανθρωπίνων πόρων του τρέχοντος προϋπολογισμού και επενδύσεων και ελέγχονται, παρακολουθούνται και λογοδοτούν βάσει αποτελεσμάτων. Στον ολοκληρωμένο προϋπολογισμό θα πρέπει να ενσωματώνεται, αναλογικά επιμερισμένο με συγκεκριμένα κριτήρια, το σύνολο της χρηματοδότησης που αφορά την παιδεία.
- Αναλογικά με τις ΠΔΕ, σε παρόμοια κατεύθυνση πρέπει να γίνουν κινήσεις και στο επίπεδο των Διευθύνσεων Εκπαίδευσης. Ειδικότερες παρεμβάσεις σε αυτό το επίπεδο θα πρέπει να είναι ο σχεδιασμός Νέων Ενιαίων Διευθύνσεων Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης με ανασχεδιασμό των απαραίτητων τμημάτων, με επαναπροσδιορισμό του αριθμού και της χωρικής αρμοδιότητας των Διευθύνσεων Εκπαίδευσης και με προσαρμογή του μεγέθους τους στο επίπεδο της αποτελεσματικής παρέμβασης και άσκησης των αρμοδιοτήτων τους (με αναφορά σε συγκεκριμένους Καλλικρατικούς Δήμους ή Δημοτικά Διαμερίσματα και με βάση τον αριθμό των σχολικών μονάδων, μαθητών και εκπαιδευτικών που υπάγονται στην αρμοδιότητά τους), με ενισχυμένες δομές Στήριξης του Εκπαιδευτικού Έργου των σχολικών μονάδων.
- Αντίστοιχα στο επίπεδο της Σχολικής Μονάδας θα πρέπει να επιδιωχθεί η εμπέδωση και εμβάθυνση των αλλαγών που έχουν προταθεί για τη βραχυπρόθεσμη προοπτική παραπάνω, με ενίσχυση των αρμοδιοτήτων για πρόσληψη βοηθητικού προσωπικού ή γενικώς προσωπικού για έκτακτες ανάγκες, για διαχείριση του προϋπολογισμού των λειτουργικών δαπανών, αλλά και μέρους του ολοκληρωμένου προϋπολογισμού στη βάση προγραμματικών συμβάσεων και ελέγχου, παρακολούθησης και λογοδοσίας βάσει αποτελεσμάτων.
- Γενικά, ως προς την κατανομή των πόρων, πρέπει να περάσουμε σε ένα αποκεντρωμένο και διαφανές μοντέλο που μπορεί να βασίζεται είτε σε προγραμματικές συμβάσεις είτε σε διαμόρφωση προτύπων δαπάνης ανά κατηγορία μαθητή. Η επιλογή αυτή φυσικά συνδυάζεται με την αποκέντρωση αρμοδιοτήτων που περιγράφηκε παραπάνω, καθώς και την ανάπτυξη ενός εθνικού συστήματος παρακολούθησης και αξιολόγησης της αποτελεσματικότητας των πόρων που διατίθενται και ενός συστήματος λογοδοσίας και δημοσιοποίησης των οικονομικών πεπραγμένων.
Όλα τα παραπάνω προϋποθέτουν επανασχεδιασμό του ρόλου της σχολικής ηγεσίας, στελέχη σε όλα τα επίπεδα σωστά και αξιοκρατικά επιλεγμένα και κατάλληλα εκπαιδευμένα και εξορθολογισμό των επιδομάτων ευθύνης ανάλογα με τη θέση και τις απαιτήσεις του ρόλου και ανάλογα με το μέγεθος της υπηρεσιακής μονάδας, τους υφισταμένους, τους μαθητές κλπ.
3.3 Σχολικό Δίκτυο – Ενότητα Σχολικών Μονάδων
Η ενίσχυση της αυτονομίας των Σχολικών Μονάδων συνδέεται με τον τρόπο ανάπτυξης του Σχολικού Δικτύου και με το μέγεθος της Σχολικής Μονάδας. Η επανεξέταση του σχολικού χάρτη της χώρας, αποτελεί αναγκαιότητα για την αναβάθμιση της ποιότητας στη Δημόσια Εκπαίδευση. Απαιτούνται Σχολεία εύρωστα, που εξασφαλίζουν τις απαιτούμενες υποδομές αλλά και τον απαραίτητο αριθμό μαθητών, ώστε να λειτουργούν παιδαγωγικά και να εφαρμόζουν άρτια το Νέο Πρόγραμμα Σπουδών και το Ωρολόγιο Πρόγραμμα. Διότι είναι απαράδεκτο, για παράδειγμα, στο όνομα της αδυναμίας επέκτασης του θεσμού των Σχολείων με Ενιαίο Αναμορφωμένο Πρόγραμμα (Ξένες Γλώσσες, Πληροφορική, Θεατρική Αγωγή, Μουσική, Εικαστικά από ειδικούς σε όλες τις τάξεις του Δημοτικού), λόγω μικρού μεγέθους Σχολείων, να εξετάζεται η κατάργηση του θεσμού, η γενίκευση του παλαιού τύπου Σχολείου και η υποβάθμιση της ποιότητας της παρεχόμενης Δημόσιας Εκπαίδευσης.
Στην κατεύθυνση αυτή πρέπει:
- Να δοθεί ευελιξία ως προς το μέγεθος των Σχολικών Μονάδων όλων των βαθμίδων με βάση τις ιδιαίτερες συνθήκες σε κάθε τόπο και τα δημογραφικά στοιχεία του μαθητικού δυναμικού, με βασική προτεραιότητα τον μαθητή, τις ανάγκες της τάξης.
- Να προχωρήσουν όλες οι δυνατές συνενώσεις Σχολείων – σε κάθε περίπτωση των συστεγαζόμενων-, ιδιαίτερα των ολιγοθέσιων, εκεί όπου οι συνθήκες το επιτρέπουν και με εξασφάλιση της ασφαλούς και άνετης μεταφοράς των μαθητών.
- Να εφαρμοστούν πρακτικές σύνδεσης των μικρών Σχολικών Μονάδων, που βρίσκονται σε απομακρυσμένες περιοχές (νησιωτικές, ορεινές) με μεγαλύτερες Σχολικές Μονάδες με αξιοποίηση των ψηφιακών δυνατοτήτων (εικονικές τάξεις, εξ αποστάσεως κλπ), και να εξεταστεί η αξιοποίηση εναλλακτικών λύσεων (ανάπτυξη δικτύου χώρων φιλοξενίας μαθητών, που φοιτούν σε Σχολεία μακριά από το σπίτι τους, ευελιξία εβδομαδιαίου και ωρολογίου προγράμματος κλπ).
- Οι ιδρύσεις Σχολικών Μονάδων να εξετάζονται στο πλαίσιο του νέου σχολικού χάρτη και τα σχολικά κτίρια να κατασκευάζονται με ένα νέο κτιριολογικό πρόγραμμα και με συμβατές προδιαγραφές. Η κατασκευή και συντήρηση των σχολικών συγκροτημάτων θα πρέπει να αποτελέσει ένα πρόβλημα, που πρέπει να απασχολήσει σοβαρά την Πολιτεία λόγω των πολύπλευρων συνεπειών, που έχει το σχολικό περιβάλλον στην διαπαιδαγώγηση και στις διαδικασίες ένταξης των νέων στην κοινωνία. Ίσως πρέπει να αναληφθούν πρωτοβουλίες σε διεθνές επίπεδο.
- Να εξεταστεί, ως άμεσο μέτρο, η εφαρμογή του θεσμού της “Ενότητας Σχολικών Μονάδων”. Σύμφωνα με αυτόν, όμορες Σχολικές Μονάδες του ίδιου Δήμου (από την ίδια βαθμίδα ή και από διαφορετικές βαθμίδες Νηπιαγωγεία-Δημοτικά-Γυμνάσια ή Γυμνάσια-Λύκεια) ομαδοποιούνται και σχηματίζουν ενότητες που λειτουργούν ως Ενιαία Σχολική Μονάδα.
- Να εξεταστεί, πιλοτικά, η εφαρμογή του θεσμού των Εκπαιδευτικών Οργανισμών Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης, στους οποίους θα ενσωματωθούν οργανικά οι υφιστάμενες μονάδες Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης (Τεχνολογικά Λύκεια, ΙΕΚ και Εργαστηριακά Κέντρα). Ο κάθε Εκπαιδευτικός Οργανισμός Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης θα μπορούσε να έχει επιχειρησιακό Γενικό Διευθυντή, κεντρική διοικητική και οικονομική διαχείριση. Με αυτό τον τρόπο επιτυγχάνεται ο συντονισμός των δράσεων των επιμέρους μονάδων, η βέλτιστη διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού και πολύ σημαντικές οικονομίες κλίμακας. Η κάθε μονάδα (Τεχνολογικό Λύκειο, ΙΕΚ και Εργαστηριακό Κέντρο) θα μπορούσε να διοικείται από τον Παιδαγωγικό Διευθυντή και το Σύλλογο Διδασκόντων.
Η διαμόρφωση ενός ολοκληρωμένου σχεδίου και οδικού χάρτη υλοποίησης του ανασχεδιασμού για τις αλλαγές του σχολικού χάρτη της χώρας, θα πρέπει να λάβει υπόψη την πλούσια και μακρόχρονη εμπειρία, που υπάρχει στον ευρωπαϊκό χώρο και τις σχετικές καλές πρακτικές. Θα πρέπει επίσης να προηγηθεί συστηματική μελέτη και ουσιαστική διαβούλευση μεταξύ όλων των εμπλεκομένων σε πνεύμα ειλικρίνειας και αμοιβαίας εμπιστοσύνης, καθώς και με την απόλυτη και καθολική τήρηση σε βάθος χρόνου των όποιων κατευθύνσεων συναποφασιστούν.
Βέβαια ένα πράγμα θα πρέπει να είναι σαφές και ξεκάθαρο προς κάθε κατεύθυνση, ότι δηλαδή στο τέλος όλως αυτών των διαδικασιών και διαβουλεύσεων με κάθε ενδιαφερόμενο και εμπλεκόμενο θα υπάρξει απόφαση και το κυριότερο η απόφαση θα είναι άμεσα εκτελεστή. Επίσης είναι εξίσου σαφές και ξεκάθαρο ότι σε αποφάσεις και πράξεις αυτού το διαμετρήματος θα υπάρξουν αντιδράσεις, αντιδράσεις κινούμενες και υποκινούμενες κυρίως από την πλευρά αυτών, των οποίων τα προσωπικά ή συντεχνιακά συμφέροντα θίγονται ή νομίζουν ότι θίγονται. Απέναντι σε όλους αυτούς τους συνήθως ισχνά μειοψηφικούς αλλά δυναμικά κινητικούς θα πρέπει να αντιπαρατεθεί το μέτωπο των δυνάμεων της προόδου, της εξέλιξης και της ανατροπής, συγκροτούμενο από τα δημιουργικά ανήσυχα τμήματα των πολιτών της εργασίας, της παραγωγής και του καθημερινού μόχθου.
3.4 Στήριξη του Εκπαιδευτικού Έργου
Πέραν των εμφανών δυσλειτουργιών του Συστήματος Διοίκησης, είναι παράλληλα αποδεκτή από όλους η διαπίστωση, πως η πληθώρα των στελεχών και υπευθύνων καθοδήγησης, με τον, πολλές φορές, αυτόνομο και ασυντόνιστο ρόλο, αντί να συμβάλλει θετικά στην υποστήριξη του εκπαιδευτικού και του έργου του, δημιουργεί αντιφατικές καταστάσεις πολύπλοκα σχήματα και δεν απέδωσε τα αναμενόμενα στοιχεία εκσυγχρονισμού και βελτίωσης στο εκπαιδευτικό μας σύστημα. Η ύπαρξη υπεύθυνων για κάθε τι που επιχειρήθηκε να εισαχθεί στο εκπαιδευτικό μας σύστημα εδώ και τρεις δεκαετίες δημιούργησε μια πολυεπίπεδη εκπαιδευτική καθοδηγητική δομή, που λειτουργεί αρκετές φορές με εσωτερικές αντιφάσεις. Προκαλεί δυσλειτουργία, που αντί να προωθεί τις καινοτομίες, στην ουσία τεμαχίζει το χώρο του Σχολείου και εντέλει την ίδια την εκπαιδευτική πράξη.
Στην κατεύθυνση της αντιμετώπισης αυτών των προβλημάτων, την επίτευξη αφ ενός οικονομίας πόρων και δυνάμεων αλλά και τη βελτίωση της απόδοσης του εκπαιδευτικού συστήματος, πρέπει να προωθηθεί:
- Ο περιορισμός των επιπέδων και των οργάνων διοίκησης.
- Η ενοποίηση των δομών (διοικητικών και καθοδηγητικών – υποστηρικτικών), που αντιμετωπίζουν κοινά θέματα Α/θμιας και Β/θμιας εκπαίδευσης, ιδιαίτερα στο πλαίσιο της 9χρονης υποχρεωτικής εκπαίδευσης, με τη σύσταση ενιαίας διεύθυνσης εκπαίδευσης περιφερειακής ενότητας.
- Ο εξορθολογισμός της οργανωτικής δομής των περιφερειακών υπηρεσιών και η αξιοποίηση του εκπαιδευτικού και διοικητικού προσωπικού, η αξιοποίηση όλων των διαθέσιμων πόρων και η εξασφάλιση οικονομικής αυτοτέλειας στις περιφερειακές υπηρεσίες Διοίκησης της Εκπαίδευσης. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι μεγάλες Δ/νσεις της Αττικής και της Θεσσαλονίκης, αλλά και οι νησιωτικές (Κυκλάδες, Δωδεκάνησα) καθιστούν απαραίτητη τη δημιουργία περισσότερων μικρών Δ/νσεων. Από την άλλη σε μικρούς νομούς δεν έχει νόημα η ανάπτυξη πλήρους οργανογράμματος. Μπορούν να εξεταστούν διάφοροι συνδυασμοί, όπως η δημιουργία κοινών Γραφείων Στήριξης μεταξύ όμορων Διευθύνσεων Εκπαίδευσης.
- Η αναδιοργάνωση, ο εξορθολογισμός, η ενίσχυση και ο συντονισμός του συστήματος επιστημονικής – παιδαγωγικής καθοδήγησης και στήριξης του εκπαιδευτικού έργου και η σύσταση νέας, ενιαίας δομής καθοδήγησης και υποστήριξης για την Πρωτοβάθμια και τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση σε επίπεδο Περιφερειακής Ενότητας (Νομού). Η ίδρυση δομής Στήριξης και Καθοδήγησης δεν αποτελεί νέα δομή, αλλά ενοποίηση υπαρκτών δομών επιμόρφωσης, υποστήριξης, υπεύθυνων και στελεχών καθοδήγησης (Σχολικοί Σύμβουλοι υπεύθυνοι Καινοτόμων Δράσεων, υπεύθυνοι υποστήριξης Νέων Τεχνολογιών, υπεύθυνοι για τον Επαγγελματικό Προσανατολισμό, Κέντρα Διάγνωσης και Υποστήριξης Ειδικών Εκπαιδευτικών Αναγκών και κάθε είδους προσωπικό, δομή και υποδομή, που αφορά στη στήριξη του εκπαιδευτικού έργου των Σχολικών Μονάδων) σε ένα ενιαίο κέντρο. Αναβάθμιση του ρόλου του Σχολικού Συμβούλου, κυρίως αξιολογικού – διερευνητικού ως προς τις ανάγκες, επιμορφωτικού, προωθητικού της εκπαιδευτικής πολιτικής. Η σύσταση των δομών στήριξης και καθοδήγησης δεν επιφέρει νέες δαπάνες, γιατί οι Σχολικοί Σύμβουλοι και οι υπεύθυνοι δράσεων ήδη έχουν γραφεία.
- Η πρόβλεψη μεταβατικής περιόδου, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ομαλή προσαρμογή του συστήματος διοίκησης. Κατά την περίοδο αυτή εξακολουθούν στη λειτουργία τους οι διακριτές Διευθύνσεις Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, οι οποίες αντιστοιχούν σε συγκεκριμένες περιφερειακές ενότητες ή σύνολα περιφερειακών ενοτήτων και έχουν αναφορά σε συγκεκριμένους «Καλλικρατικούς» Δήμους ή σε Δημοτικές Κοινότητες. Παράλληλα συνιστώνται κοινές για την Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση Διευθύνσεις Στήριξης Εκπαιδευτικού Έργου. Για τον συντονισμό του έργου των Διευθύνσεων Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και της αντίστοιχης Διεύθυνσης Στήριξης Εκπαιδευτικού Έργου, συνιστάται Συντονιστικό Συμβούλιο Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού Περιφερειακής Ενότητας, το οποίο αποτελείται από τον προϊστάμενο του Γραφείου Στήριξης και τους Διευθυντές Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης.
- Η ενίσχυση των Περιφερειακών Διευθύνσεων Εκπαίδευσης επιστημονικά και διοικητικά (και με νέα τμήματα), ώστε να μετεξελιχθούν σε πλήρως αποκεντρωμένες και ολοκληρωμένες υπηρεσίες του Υπουργείου Παιδείας για να μπορούν να αναδείξουν τις τοπικές ιδιαιτερότητες, να εξειδικεύουν την εθνική πολιτική σε περιφερειακό επίπεδο, να σχεδιάζουν και υλοποιούν προγράμματα επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών και να έχουν τη δυνατότητα να καταρτίζουν και να υλοποιούν «Προγραμματικές Συμφωνίες» με τις αιρετές Περιφέρειες. Παράλληλα απαιτείται η ενοποίηση της επιστημονικής παιδαγωγικής καθοδήγησης της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και σε αυτό το επίπεδο, όπως ενοποιημένα πρέπει να αντιμετωπίζονται και τα εκπαιδευτικά θέματα των δύο βαθμίδων.
3.5 Εκπαιδευτικό Προσωπικό: Κατάρτιση και Επιλογή
Ο εκπαιδευτικός αποτελεί τον βασικότερο παράγοντα που προσδιορίζει την ποιότητα της εκπαίδευσης και τον κύριο φορέα υλοποίησης της εκπαιδευτικής πολιτικής. Ο πρωταγωνιστικός ρόλος του εκπαιδευτικού στην επιτυχία του εκπαιδευτικού εγχειρήματος αναγνωρίζεται σήμερα περισσότερο παρά ποτέ. Η αναγνώριση αυτή αποτυπώνεται, μεταξύ των άλλων, στα πορίσματα ομάδων εργασίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στα συμπεράσματα ερευνών του ΟΟΣΑ, που διαβεβαιώνουν ότι «οι εκπαιδευτικοί κάνουν τη διαφορά». Οι αρχικές σπουδές και ο τρόπος πιστοποίησης των «εν δυνάμει» εκπαιδευτικών θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι αυτοί διαθέτουν επαρκή επιστημονική, παιδαγωγική, διδακτική και επαγγελματική κατάρτιση και υπευθυνότητα για να ανταποκριθούν αποτελεσματικά στις απαιτήσεις της σύγχρονης σχολικής πραγματικότητας. Η απάντηση στο ερώτημα “ποιον εκπαιδευτικό χρειάζεται το σχολείο μας;” είναι αυτή που πρέπει να προσδιορίσει τον τρόπο προετοιμασίας και επιλογής, αντικαθιστώντας το ερώτημα “ποιους “αδιόριστους εκπαιδευτικούς” διαθέτουμε;”. Είμαστε επίσης σαφείς στη θέση μας ότι οι όλοι οι διορισμοί δεν θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους ούτε επετηρίδα (αρχαιότητα), ούτε κοινωνικά κριτήρια, παρά μόνο ότι αποκλειστικό κριτήριο θα πρέπει να είναι η επιλογή των αρίστων για τις ανάγκες της Δημόσιας Παιδείας.
Στην κατεύθυνση αυτή απαιτείται ο ανασχεδιασμός της αρχικής Επαγγελματικής και Παιδαγωγικής Κατάρτισης των Εκπαιδευτικών. Η τάση που παρατηρείται στην ΕΕ είναι η άνοδος του επιπέδου πιστοποιημένων προσόντων για τους Εκπαιδευτικούς από το επίπεδο 6 (πανεπιστημιακό πτυχίο) στο επίπεδο 7 (μεταπτυχιακός τίτλος σπουδών). Ιδιαίτερη σημασία δίνεται, επίσης στις διαδικασίες πιστοποίησης του «καταρτισμένου» Εκπαιδευτικού, οι οποίες διεξάγονται υπό την εποπτεία του κράτους. Σύμφωνα με αυτήν την τάση θα πρέπει να εξεταστούν λύσεις πέραν της εφαρμογής των προβλέψεων του ν.3848/10. Εκεί προβλέπονταν ως προϋπόθεση για συμμετοχή στο ΑΣΕΠ το Πιστοποιητικό Παιδαγωγικής και Διδακτικής Επάρκειας, για όλες τις δομές της εκπαίδευσης και με κάθε σχέση εργασίας, το οποίο θα υλοποιείται εντός του πλαισίου των απαιτήσεων και της προγραμματικής συμφωνίας του Υπουργείου Παιδείας και των Παιδαγωγικών και Καθηγητικών Σχολών. Στόχος η πιστοποιημένη Παιδαγωγική και Διδακτική Επάρκεια των αποφοίτων. Αυτό βέβαια συνεπάγεται ότι θα πρέπει η Πολιτεία να μελετήσει το πρόβλημα των πολλών χιλιάδων αποφοίτων, που δεν θα μπορέσουν να ικανοποιήσουν τα παραπάνω κριτήρια, ώστε να προληφθούν στην εκπαίδευση, να μπορέσουν με κάποιο τρόπο να στραφούν σε άλλες κατευθύνσεις απασχόλησης. Με αυτό τον τρόπο επιτυγχάνουμε συγχρόνως την αποφόρτιση της πίεσης για στρέβλωση της πολιτικής προσλήψεων.
Σήμερα θα πρέπει να εξεταστεί η θεσμοθέτηση ως προϋπόθεσης Ειδικών Μεταπτυχιακών Προγραμμάτων τουλάχιστον ετήσιας διάρκειας, που περιλαμβάνουν τόσο τη θεωρητική παιδαγωγική/διδακτική κατάρτιση και την ανάπτυξη βασικών δεξιοτήτων, όσο και την πρακτική εξάσκηση με διαδικασίες που θα πιστοποιούν την ικανότητα προετοιμασίας σχεδίων μαθημάτων και την επίδειξη προσόντων ποιοτικής και αποτελεσματικής διδασκαλίας.
Οι διαδικασίες πρόσληψης προσωπικού θα πρέπει να διασφαλίζουν την αξιοκρατία, τη διαφάνεια και την ισονομία. Οι προσλήψεις πραγματοποιούνται από Πίνακα κατάταξης που συντάσσεται κατόπιν διαγωνισμού του ΑΣΕΠ, τη σχετική έκθεση – βαθμολογία από την προϋπηρεσία και από άλλα ακαδημαϊκά κριτήρια. Οι νεοδιόριστοι εκπαιδευτικοί θα υπηρετούν στη Σχολική Μονάδα τοποθέτησης τους για τρία έτη και θα αξιολογούνται για την μονιμοποίηση τους κατά το τρίτο έτος της υπηρεσίας τους.
Μια ακόμα βασική παράμετρος που σχετίζεται με το θέμα είναι ο επαναπροσδιορισμός των ειδικοτήτων των εκπαιδευτικών, σύμφωνα με τις ανάγκες των Νέων Προγραμμάτων Σπουδών και παράλληλα σε μια κατεύθυνση μείωσης του τεράστιου αριθμού ειδικοτήτων και δημιουργίας διαθεματικών ειδικοτήτων-«ομπρέλα».
3.6 Επιμόρφωση και Επαγγελματική Ανάπτυξη
Βασικό στοιχείο στην αποτελεσματικότητα του σύγχρονου εκπαιδευτικού αποτελεί η διαρκής αναβάθμιση των γνώσεων και των δεξιοτήτων του τόσο στο Διδακτικό – Παιδαγωγικό Τομέα όσο και στον Επιστημονικό Τομέα της ειδικότητάς του. Η αναγκαιότητα της επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών σχετίζεται με:
- Την ταχύτητα με την οποία η γνώση παράγεται, εξελίσσεται, διαχέεται, απαξιώνεται, συμπληρώνεται και αντικαθίσταται από άλλη.
- Την πολυμορφία και την αυξανόμενη κοινωνική και πολιτισμική ετερογένεια του μαθητικού δυναμικού. Οι εκπαιδευτικοί καλούνται να υπηρετήσουν το σύγχρονο Σχολείο της συμπερίληψης και να διδάσκουν σε τάξεις ολοένα και πιο πολυπολιτισμικές και ετερογενείς ως προς το μαθησιακό δυναμικό των μαθητών τους.
- Το γεγονός ότι η βασική εκπαίδευση των εκπαιδευτικών είναι αδύνατον να καλύψει όλο το φάσμα των γνώσεων, ενδιαφερόντων, ικανοτήτων και δεξιοτήτων, που απαιτούνται ώστε οι εκπαιδευτικοί να ασκήσουν αποτελεσματικά το έργο τους, δεδομένων των συχνών αλλαγών στο ρόλο και τη λειτουργία των Σχολείων και στο τι αναμένεται από τους Εκπαιδευτικούς.
- Την ανάγκη να κάνουν πιο αποτελεσματική αξιοποίηση των ΤΠΕ στη διδασκαλία τους.
- Την απαίτηση να εμπλέκονται περισσότερο στον σχεδιασμό περιβαλλόντων διδασκαλίας και μάθησης, που να εμπλέκουν ενεργά τους μαθητές και σε δράσεις αξιολόγησης της αποτελεσματικότητας της διδασκαλίας τους.
- Την ανάγκη να αξιοποιούν τις δυνατότητες που παρέχει η συνεργασία με τους γονείς.
Η σημερινή πραγματικότητα χαρακτηρίζεται από:
- Απουσία συστήματος διάγνωσης επιμορφωτικών αναγκών.
- Οριζόντιες παρεμβάσεις επιμόρφωσης σε πολύ περιορισμένα πεδία (π.χ. ΤΠΕ Α’ & Β’ Επιπέδου).
- Πολλές προσπάθειες των Σχολικών Συμβούλων να παρέχουν επιμόρφωση στους εκπαιδευτικούς της αρμοδιότητάς τους, οι οποίες όμως είναι συνήθως αποσπασματικές, χωρίς επαρκή μέσα και τις απαραίτητες συνέργειες.
- Παράλληλες επιμορφωτικές δράσεις διάφορων φορέων (ΑΕΙ, ΚΠΕ, κ.λ.π.) χωρίς όμως ολοκληρωμένο σχεδιασμό και συντονισμό.
Η διαμόρφωση ενός ολοκληρωμένου πλαισίου επιμόρφωσης/επαγγελματικής εξέλιξης των εκπαιδευτικών πρέπει να περιλαμβάνει τα ακόλουθα:
1. Σύστημα διάγνωσης επιμορφωτικών αναγκών
Δημιουργία ενός διαρκούς – ζωντανού δικτύου συλλογής, αξιολόγησης, προτεραιοποίησης και κατηγοριοποίησης των επιμορφωτικών αναγκών, συνδεδεμένο με το σύστημα αξιολόγησης – αυτοαξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου. Την εποπτεία και το συντονισμό πρέπει να έχει το Ι.Ε.Π. με τη λειτουργία σχετικής ηλεκτρονικής πλατφόρμας.
Στο δίκτυο αυτό πρέπει να συμμετέχουν όλοι οι παράγοντες της εκπαιδευτικής κοινότητας και κυρίως οι Εκπαιδευτικοί.
Στη διαδικασία αυτή κομβικός πρέπει να είναι ο ρόλος των Σχολικών Συμβούλων τόσο στη συνεργασία και την καθοδήγηση των Εκπαιδευτικών για τον προσδιορισμό των επιμορφωτικών τους αναγκών, όσο και στην επεξεργασία των δεδομένων και τη διαμόρφωση των πολιτικών.
2. Σχεδιασμός – Πιστοποίηση Επιμορφωτικών Προγραμμάτων
Ανάπτυξη ενός συστήματος Σχεδιασμού και Πιστοποίησης των Επιμορφωτικών Προγραμμάτων σε συνεργασία με φορείς, που διαθέτουν σχετική τεχνογνωσία και λειτουργούν ανάλογα συστήματα (π.χ. ΕΚΔΔΑ).
Σημαντικό ρόλο στη διαδικασία αυτή έχει ο Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π., ο οποίος από το ισχύον θεσμικό πλαίσιο έχει την αρμοδιότητα Πιστοποίησης Επιμορφωτικών Προγραμμάτων στο χώρο της Δια Βίου Μάθησης.
Πολύ σημαντικός είναι ο ρόλος των Σχολικών Συμβούλων, τόσο στη φάση του σχεδιασμού των Επιμορφωτικών Προγραμμάτων, όσο και στη φάση της αξιολόγησης και της πιστοποίησής τους.
3. Σύστημα υλοποίησης των Επιμορφωτικών Προγραμμάτων
Ανάπτυξη του συστήματος υλοποίησης των Επιμορφωτικών Προγραμμάτων υπό την εποπτεία και τον κεντρικό συντονισμό από το Ι.Ε.Π. και λειτουργία συντονιστικής δομής σε κάθε Περιφερειακή Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης καθώς και σε κάθε Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης.
Η υλοποίηση του συστήματος θα στηριχθεί σε οργανωμένους και στελεχωμένους φορείς παροχής επιμόρφωσης (Π.Ε.Κ., Α.Ε.Ι., Ε.Κ.Δ.Δ.Α., Σχολικές Μονάδες κ.λ.π.).
Παροχή μεγάλης γκάμας Επιμορφωτικών Προγραμμάτων για την κάλυψη συγκεκριμένων αναγκών (εισαγωγική κατά τη δόκιμη θητεία, περιοδική ετήσιας διάρκειας, ανάπτυξης ηγετικών στελεχών, ειδικά στοχευμένα προγράμματα τρίμηνης ή εξάμηνης διάρκειας, μεταπτυχιακά) από πιστοποιημένους επιμορφωτές στην εκπαίδευση ενηλίκων. Επίσης θα πρέπει να επιδιωχθεί η συνεργασία με αξιόπιστους φορείς του εξωτερικού, για παροχή τεχνογνωσίας αλλά και επιμορφωτικών δράσεων στα σχετικά αντικείμενα.
4. Πιστοποίηση προσόντων που αποκτώνται από την επιμόρφωση
Από ένα ή περισσότερα Επιμορφωτικά Προγράμματα ο Εκπαιδευτικός μπορεί να αποκτήσει Βασικά ή Συμπληρωματικά Προσόντα. Προσόντα σε οριζόντιες δεξιότητες ή Συμπληρωματικά Προσόντα στα Επαγγελματικά Προσόντα, που ήδη κατέχει ο Εκπαιδευτικός (παιδαγωγικά, διοικητικά, ειδικότητα). Η αξιολόγηση και επικύρωση των Προσόντων αυτών θα γίνεται από τον αρμόδιο φορέα Πιστοποίησης Προσόντων (Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π.).
5. Παρακολούθηση των αποτελεσμάτων της Επιμόρφωσης – Συμβουλευτική & Καθοδηγητική Υποστήριξη
Μετά την ολοκλήρωση της επιμορφωτικής διαδικασίας απαιτείται η υιοθέτηση μιας διαδικασίας παρακολούθησης της εφαρμογής των γνώσεων, που απέκτησε ο Εκπαιδευτικός από την επιμορφωτική διαδικασία στην άσκηση των καθηκόντων του.
Ο Σχολικός Σύμβουλος έχει τη συνολική ευθύνη της Συμβουλευτικής και της Καθοδήγησης των Εκπαιδευτικών στην αξιοποίηση των γνώσεων, που απέκτησαν από την επιμορφωτική διαδικασία, στο έργο τους στο Σχολείο.
Για να επιτευχθούν τα βέλτιστα αποτελέσματα είναι αναγκαία η λειτουργία της Συμβουλευτικής – Καθοδηγητικής – Υποστηρικτικής διαδικασίας και σε επίπεδο Σχολικής Μονάδας από Εκπαιδευμένους Εκπαιδευτικούς (μέντορες) υπό την καθοδήγηση και την εποπτεία του Σχολικού Συμβούλου.
6. Αξιολόγηση – Ανατροφοδότηση
Η λειτουργία ενός συστήματος ολικής ποιότητας για το ολοκληρωμένο δίκτυο επιμόρφωσης των Εκπαιδευτικών θα προσδώσει στο σύστημα αξιοπιστία και εγκυρότητα. Η αποτελεσματική επαγγελματική εξέλιξη πρέπει να περιλαμβάνει επιμόρφωση, πρακτική και ανατροφοδότηση, καθώς και να παρέχει επαρκή χρόνο και μετέπειτα υποστηρικτική παρακολούθηση.
Το σύστημα ολικής ποιότητας περιλαμβάνει τη διαρκή αξιολόγηση όλων των παραγόντων της εκπαιδευτικής διαδικασίας (σχεδιασμός επιμόρφωσης, φορέων υλοποίησης, εκπαιδευτών, πιστοποίησης, εφαρμογής των αποτελεσμάτων στο Σχολείο).
Ως αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας θα προκύψει η ανατροφοδότηση του συστήματος με τα αποτελέσματα της αξιολόγησης για τη βελτίωση των διαδικασιών και την αναμόρφωση των πολιτικών, όπου αυτό απαιτείται.
7. Φάκελος Ανάπτυξης του Εκπαιδευτικού (Teacher Portfolio)
Ο ατομικός Φάκελος Ανάπτυξης του Εκπαιδευτικού (ΦΑΕ) αποτελεί εργαλείο επαγγελματικής ανάπτυξης για τους Εκπαιδευτικούς, καθώς μπορεί να καταγράψει με σαφήνεια τα διάφορα στάδια της ανάπτυξης της επαγγελματικής πορείας τους. Πρόκειται για μια οργανωμένη συλλογή στοιχείων και δεδομένων από τον ίδιο τον Εκπαιδευτικό ως επιλεκτική, αναστοχαστική και συνεργατική.
Το κάθε στοιχείο που εμπεριέχεται στο ΦΑΕ έχει επιλεγεί βάσει κάποιου συγκεκριμένου σκοπού για να καταδείξει τα επιτεύγματα των Εκπαιδευτικών μέσα στο χρόνο, αλλά και σε συγκεκριμένα πλαίσια.
8. Έμφαση στην Ενδοσχολική Επιμόρφωση
Η κεντρική προσέγγιση της επαγγελματικής εξέλιξης πρέπει να συμπληρώνεται από Προγράμματα Ενδοσχολικής και Διασχολικής Επιμόρφωσης, που θα βασίζονται στις διαπιστωμένες ανάγκες κάθε Σχολείου και μέσα από την αυτοαξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου. Η αποτελεσματικότητα της ενδοϋπηρεσιακής επιμόρφωσης είναι σίγουρα μεγαλύτερη όταν το πρόγραμμα αναπτύσσεται στο ίδιο το πλαίσιο εργασίας των εκπαιδευτικών και περιλαμβάνει άμεση πρακτική εφαρμογή.
Οι εκπαιδευτές πρέπει όσο το δυνατόν περισσότερο, να πηγαίνουν στο Σχολείο για να υπάρχει αλληλεπίδραση με τους Εκπαιδευτικούς μέσω μιας μόνιμης εκπαιδευτικής δομής σε κάθε Σχολείο, που θα αναλάβει την καθημερινή εξέλιξη και εφαρμογή του εκπαιδευτικού πλάνου. Στήριξη στον σχεδιασμό και την εφαρμογή αυτών των Προγραμμάτων μπορούν να παρέχουν οι Σχολικοί Σύμβουλοι (σε σχεδιαστικό και συντονιστικό ρόλο) συνεργαζόμενοι με Εκπαιδευτικά Κέντρα και Πανεπιστημιακά Τμήματα.
9. Επαγγελματική εξέλιξη Στελεχών της Εκπαίδευσης
Απαραίτητο είναι ένα ολοκληρωμένο Πρόγραμμα Επαγγελματικής Εξέλιξης για τους Διευθυντές των Σχολείων και για τα άλλα Στελέχη του Εκπαιδευτικού Συστήματος. Σε κάθε περίπτωση είναι απαραίτητη η επανεκκίνηση των Προγραμμάτων του ΕΚΔΔΑ για την Πιστοποίηση της Διοικητικής και Καθοδηγητικής Επάρκειας, που προβλέπονταν στον Ν.3848/10, στο πλαίσιο των οποίων επιμορφώθηκαν όλα τα υπηρετούντα στελέχη (εκτός Διευθυντών Σχολείων) και τα οποία διακόπηκαν μετά το 2013, αφήνοντας να χαθούν -μεταξύ των άλλων- και πόροι του ΕΣΠΑ.
Τα προγράμματα αυτά θα πρέπει να βελτιωθούν με βάση την αποκτηθείσα εμπειρία και να δίνουν έμφαση στην απόκτηση δεξιοτήτων, όπως: α) ανάλυση προβληματικών καταστάσεων και στρατηγικός σχεδιασμός δράσεων, β) οργανωτική ικανότητα, γ) επικοινωνιακές δεξιότητες και δημιουργία κατάλληλου κλίματος, δ) ικανότητες μετασχηματιστικού ηγέτη με συμμετοχικό χαρακτήρα στη λήψη αποφάσεων, ε) δεκτικότητα νέων ιδεών και καινοτομιών.
Τέλος, σημαντικός παράγοντας για την αναβάθμιση των παρεχόμενων εκπαιδευτικών υπηρεσιών και του εκπαιδευτικού προσωπικού της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης αποτελεί το μισθολογικό καθεστώς. Το τελευταίο δεν μπορεί να είναι αποσυνδεδεμένο από τις υπόλοιπες παραμέτρους της διαχείρισης του ανθρώπινου δυναμικού της εκπαίδευσης, όπως η αξιολόγηση, το σύστημα προσλήψεων και η επαγγελματική εξέλιξη. Επιπλέον, το μισθολογικό καθεστώς των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, θα πρέπει να αντανακλά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του εκπαιδευτικού λειτουργήματος, τα οποία διαφοροποιούνται από το αμιγώς διοικητικό έργο των υπαλλήλων που εντάσσονται στο ενιαίο μισθολόγιο.
3.7 Διασφάλιση της Ποιότητας: Αξιολόγηση, Αυτοαξιολόγηση
Κάθε σύστημα αξιολόγησης στοχεύει:
- στη θεραπεία των προβλημάτων και των αδυναμιών, μέσω της αυτογνωσίας και της ενδογενώς υποστηριζόμενης βελτίωσης, και όχι στην «τιμωρία» [τι συμβαίνει με τον ανεπίδεκτο μαθήσεως εκπαιδευτικό, δεν υπάρχει καμία κύρωση για κανέναν, τι κάνουν τα πετυχημένα συστήματα εκπαίδευσης με τους αποτυχημένους εκπαιδευτικούς από τους οποίους περνάνε εκατοντάδες μαθητές] , ενισχύοντας βεβαίως τη διαφάνεια και υποστηρίζοντας την κοινωνική λογοδοσία -ουσιαστική διαδικασία για ένα Δημόσιο Σχολείο,
- στη συνεχή ανατροφοδότηση του εκπαιδευτικού συστήματος σε τοπικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο με έγκυρα πληροφοριακά στοιχεία, με στόχο την αντικειμενική εικόνα και την αποδοτικότητα του εκπαιδευτικού συστήματος σε διάφορα επίπεδα. Από κάθε Εκπαιδευτική Μονάδα θα πρέπει να γίνεται Δημοσιοποίηση όλων των βασικών στοιχείων και θα είναι προσβάσιμα από τους μαθητές, της οικογένειες τους και γενικότερα την τοπική κοινωνία.
- στο να συμβάλλει στην επαγγελματική ανάπτυξη του εκπαιδευτικού και στην πρόβλεψη διαδικασιών και τρόπων για διορθωτικές παρεμβάσεις σε όλα τα επίπεδα λειτουργίας του εκπαιδευτικού συστήματος και ιδιαίτερα στο επίπεδο λειτουργίας του Σχολείου, την ανάδειξη της Σχολικής Μονάδας ως βασικού πυρήνα του εκπαιδευτικού έργου.
Προκειμένου να λειτουργήσει σωστά ένα σύστημα αξιολόγησης, πρέπει να ενταχθεί στο πλαίσιο ενός κεντρικού σχεδίου για την Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, που να περιέχει τους εθνικούς στόχους, τα μέτρα για την επίτευξή τους, τους δείκτες για την παρακολούθησή του, τους εγγυημένους πόρους για την πραγματοποίησή του.
Η Αξιολόγηση στην Εκπαίδευση πρέπει:
- Να δίνει έμφαση στις διαδικασίες Αυτοαξιολόγησης Εκπαιδευτικού Έργου (ΑΕΕ) και στον διαμορφωτικό παιδαγωγικό και ανατροφοδοτικό της χαρακτήρα. Η επαναφορά σε εφαρμογή του συστήματος που είχε δοκιμαστεί πιλοτικά και του οποίου η γενικευμένη εφαρμογή διακόπηκε, από αυτούς που ενοχλούντο και ίσως τρόμαζαν από τη λειτουργία του τον Ιανουάριο του 2015 -μετά από 1 χρόνο εφαρμογή- πρέπει να είναι άμεση προτεραιότητα. Αποτέλεσε μια από τις πρώτες εσπευσμένες πράξεις της Κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Άμεσα θα πρέπει επίσης να εξεταστούν οι απαραίτητες βελτιώσεις με βάση την εμπειρία που αποκτήθηκε.
- Να συνδέεται με προγράμματα ενδοσχολικής επιμόρφωσης και με τη βελτίωση της ποιότητας του εκπαιδευτικού έργου, μέσα από δράσεις, που θα σχεδιάζει συνεργατικά το ίδιο το Σχολείο και στην υλοποίηση των οποίων θα στηρίζεται από τους Σχολικούς Συμβούλους και γενικότερα τις δομές στήριξης.
- Να συνδέεται με τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, όπως περιγράφονται στα Νέα Προγράμματα Σπουδών και με συναφείς δείκτες αποτελεσμάτων, ώστε να παρέχεται ανατροφοδότηση για μελλοντική βελτίωση.
- Να συνδέεται με δράσεις αναβάθμισης στην Οργάνωση και τη Διοίκηση του Σχολείου, συμπεριλαμβανομένης της αποδοτικής διαχείρισης των πόρων, της αυτορρύθμισης της Σχολικής Μονάδας και της ικανότητας αυτοβελτίωσης, καθώς και της Σχολικής Ηγεσίας.
- Να έχει περιγραφικό χαρακτήρα σε ότι αφορά τις δεξιότητες, ικανότητες και του έργου του Εκπαιδευτικού στην τάξη, ώστε να συμβάλει στον συνεργατικό σχεδιασμό στοχευμένων, εξειδικευμένων επιμορφωτικών παρεμβάσεων για κάθε εκπαιδευτικό με στόχο τη βελτίωση των διδακτικών πρακτικών και της μαθησιακής διαδικασίας. Το σύνολο των συντελεστών του Εκπαιδευτικού Συστήματος (Στελέχη Εκπαίδευσης όλων των επιπέδων, Εκπαιδευτικοί Τάξης ) να αξιολογείται σε τακτά χρονικά διαστήματα με ένα πλαίσιο, που θα περιλαμβάνει και διαδικασίες αξιολόγησης από τους υφισταμένους (bottom up), αλλά και από όλους τους εμπλεκόμενους (μέσω ολομελειών συλλογικών οργάνων).
- Να λαμβάνεται υπόψη για την διαδικασία επιλογής σε Θέση Ευθύνης-Στελέχους.
- Να υποστηριχθούν τα Στελέχη και οι Εκπαιδευτικοί με επιμορφώσεις τόσο στην άσκηση του αξιολογικού έργου και στην αποτελεσματική χρήση ερευνών, δεικτών και μετρήσεων, όσο και στην πρακτική εφαρμογή των ενδεδειγμένων βελτιωμένων πρακτικών.
- Να στηριχθεί η Αρχή Διασφάλισης Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (ΑΔΙΠΠΔΕ) στην άσκηση του ρόλου της και να δρομολογηθούν βελτιωτικές παρεμβάσεις με βάση την αποκτηθείσα εμπειρία
- Τελευταίο αλλά επιβεβλημένο, αν κάποιοι εκπαιδευτικοί μετά από την εξάντληση όλων των διαδικασιών εκπαίδευσης επιστημονικής και παιδαγωγικής, επιμόρφωσης, αξιολόγησης, επαναεπιμόρφωσης, επαναξιολόγησης και όλα τα σχετικά, δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις και στις βασικές υποχρεώσεις του υψηλού λειτουργήματος το οποίο έχουν κληθεί να υπηρετήσουν, είτε λόγω αδυναμίας ή λόγω ελλιπούς αντίληψης των ευθυνών που έχουν επωμιστεί απέναντι στους μαθητές, τις οικογένειες τους και την τοπική κοινωνία, τότε θα πρέπει μέσα από μια αδιάβλητη διαδικασία να απομακρύνονται από το χώρο της εκπαίδευσης και να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε άλλους τομείς του Δημόσιου Τομέα, που θα επιλεγεί σε συνεργασία με αρμόδιους φορείς .
3.8 Επιλογή Στελεχών
Το σύστημα επιλογής στελεχών πρέπει να είναι ενταγμένο στο γενικότερο πλαίσιο του Συστήματος Οργάνωσης και Διοίκησης της Εκπαίδευσης και να απαντά στις πραγματικές ανάγκες του συστήματος για στελεχιακό δυναμικό. Προϋπόθεση αποτελούν εκσυγχρονισμένα, απλοποιημένα και λειτουργικά οργανογράμματα για την Κεντρική Υπηρεσία και για όλες τις Αποκεντρωμένες Μονάδες του Εκπαιδευτικού Συστήματος και σαφή περιγράμματα θέσεων και προσόντων.
Για την επιλογή των Στελεχών Εκπαίδευσης πρέπει να ακολουθούνται ενιαίες πρακτικές διαφάνειας, αντικειμενικότητας και αξιοκρατίας για όλα τα επίπεδα και με κριτήρια επιστημονικά- τυπικών προσόντων, εμπειρίας και επαγγελματικής ανάπτυξης, προηγούμενης αξιολόγησης και προσωπικότητας- δομημένης συνέντευξης. Βάση μπορεί να αποτελέσει το σύστημα του Ν.3848/10, το οποίο καταξιώθηκε, αφού σχεδόν εκμηδενίστηκαν για πρώτη φορά οι προσφυγές και δεν αποδοκιμάστηκε κατά την εφαρμογή του ούτε από τις Εκπαιδευτικές Ομοσπονδίες, που είχαν καταγγείλει όλα τα προηγούμενα.
Σε βελτιωτική κατεύθυνση μπορούν να εξεταστούν παρεμβάσεις:
- Στην αποτίμηση του συγγραφικού έργου (υποβολή σε ψηφιακή μορφή, έλεγχος για πλαγιαρισμό).
- Στη συνέντευξη με ενίσχυση των θετικών (δομημένη συνέντευξη, με στάδιο προετοιμασίας, ανάπτυξη μελέτης περίπτωσης από τράπεζα μελετών περίπτωσης ίσης δυσκολίας, μαγνητοφώνηση) και με επιμόρφωση των μελών των Συμβουλίων Επιλογής.
- Στην εφαρμογή αξιολόγησης (και bottom up), ώστε να υπάρχουν εκθέσεις αξιολόγησης και να λαμβάνεται υπόψη και η γνώμη των υφισταμένων.
Οι Περιφερειακοί διευθυντές επιλέγονται με τις διαδικασίες επιλογής Γενικών Διευθυντών του Δημόσιου Τομέα και με την προϋπόθεση της προηγούμενης εμπειρίας σε θέση Στελέχους Εκπαίδευσης.
3.9 Εκπαιδευτές Ενηλίκων
Είναι αναμφισβήτητο ότι οι Εκπαιδευτές Ενηλίκων διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην επίτευξη των στόχων των Προγραμμάτων Γενικής Εκπαίδευσης Ενηλίκων και Επαγγελματικής Κατάρτισης. Για να μπορέσουν να ανταποκριθούν στο ρόλο τους είναι απαραίτητη η συστηματική επιμόρφωση των Εκπαιδευτών Ενηλίκων. Οι Εκπαιδευτές Ενηλίκων χρειάζονται ένα ευρύ φάσμα ευκαιριών επιμόρφωσης, το οποίο θα τους βοηθήσει να ενισχύσουν τις δεξιότητες και τις ικανότητές τους, για να μπορούν να ανταποκριθούν στον πολυσύνθετο ρόλο τους και, ταυτόχρονα, να προωθήσουν περαιτέρω την επαγγελματική τους ανάπτυξη.
Σήμερα είναι απαραίτητο οι Εκπαιδευτές Ενηλίκων να είναι εφοδιασμένοι με εκείνες τις γνωστικές (θεωρητικές και πρακτικές) και μεταγνωστικές (μεθοδολογικές, επιστημολογικές) δεξιότητες, που θα τους επιτρέψουν να κατανοήσουν σε βάθος τη Γενική Εκπαίδευση Ενηλίκων και την Επαγγελματική Κατάρτιση, μέσα στη γενικότερη περιοχή της Αρχικής και Συνεχιζόμενης Κατάρτισης καθώς και της Δια Βίου Μάθησης, με απώτερο στόχο να περάσουν από την κατανόηση στα στάδια της ανάλυσης, σύνθεσης, εφαρμογής και αξιολόγησης της νέας γνώσης.
Η εκπόνηση και πιστοποίηση του Επαγγελματικού Περιγράμματος του Εκπαιδευτή Ενηλίκων, καθώς και η θεσμοθέτηση του συστήματος πιστοποίησης της εκπαιδευτικής επάρκειας των Εκπαιδευτών Ενηλίκων αποτελούν ένα πρώτο και σημαντικό βήμα.
Η ανάπτυξη πιστοποιημένων Επιμορφωτικών Προγραμμάτων και η επιτάχυνση των διαδικασιών πιστοποίησης της Εκπαιδευτικής Επάρκειας από τον Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π. αποτελούν σήμερα ζητούμενα και προς αυτή την κατεύθυνση πρέπει να εστιασθούν όλες οι προσπάθειες σ’ αυτό τον πολύ κρίσιμο τομέα.