ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ (Ε.Ε.Κ.)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ (Ε.Ε.Κ.)

2.1 Εισαγωγή

Στη βαθιά οικονομική κρίση που βιώνει σήμερα η Ευρώπη καθίσταται επιτακτικότερη η ανάγκη για την ενισχυμένη ευρωπαϊκή συνεργασία στον τομέα της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης. Τα θεμέλια αυτής της συνεργασίας τέθηκαν από τους Ευρωπαίους Υπουργούς για την Επαγγελματική Εκπαίδευση και Κατάρτιση, τους ευρωπαϊκούς κοινωνικούς εταίρους και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή με την έγκριση του ανακοινωθέντος της Μπριζ το 2010.[1]

Το ζητούμενο των κοινών πολιτικών είναι κυρίως η μεγαλύτερη ανταπόκριση των προγραμμάτων Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης στις ανάγκες της αγοράς εργασίας, η καλύτερη πρόβλεψη σε γνώσεις, δεξιότητες και ικανότητες και η αύξηση των επενδύσεων στον τομέα αυτό.

Η «Ατζέντα με Νέες Δεξιότητες και Νέες Θέσεις Εργασίας»[2], μια από τις επτά εμβληματικές πρωτοβουλίες για την «Ευρώπη του 2020», υπογραμμίζει πως η Επαγγελματική Εκπαίδευση και Κατάρτιση και γενικότερα η Διά Βίου Μάθηση, συμβάλλουν στην αύξηση της απασχόλησης, αλλά και στην επίτευξη μιας κοινωνικής και ταυτόχρονα ανταγωνιστικής σε παγκόσμιο επίπεδο Ευρώπης.

Σύμφωνα με την Ετήσια Έκθεση του ΟΟΣΑ το 2012[3] η ζήτηση άριστα καταρτισμένων εργαζομένων για την κάλυψη των αναγκών της οικονομίας της γνώσης στις χώρες του ΟΟΣΑ συνέχισε να αυξάνεται, ακόμα και κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας ύφεσης.

Για τους νέους η Επαγγελματική Εκπαίδευση και Κατάρτιση θα πρέπει να παρέχει εναλλακτικές λύσεις τόσο για να βρουν εργασία όσο και για να συνεχίσουν τις σπουδές τους. Η ανάπτυξη νέων προσεγγίσεων στην Επαγγελματική Εκπαίδευση μπορεί να συμβάλει στην επίτευξη του ευρωπαϊκού στόχου για το 2020, να συμμετέχει τουλάχιστον το 15% των ενηλίκων στη Διά Βίου Μάθηση.

Το ευρωπαϊκό όραμα για μια Επαγγελματική Εκπαίδευση και Κατάρτιση με παγκόσμια εμβέλεια και αναγνώριση, όπως διατυπώθηκε με το ανακοινωθέν της Μπριζ θέτει ιδιαίτερα φιλόδοξους στόχους, μεταξύ των οποίων την αναγνώριση και την πιστοποίηση κάθε μαθησιακής διαδικασίας, με κοινούς δείκτες τόσο σε Εθνικό όσο και Ευρωπαϊκό επίπεδο. Στο πλαίσιο αυτό εκδόθηκε και η σύσταση του Συμβουλίου στις 20-12-2012 για την επικύρωση της Μη- Τυπικής και της Άτυπης Μάθησης[4].

Για την υλοποίηση των νέων καινοτόμων πολιτικών στην Επαγγελματική Εκπαίδευση και Κατάρτιση απαιτούνται πρόσθετοι πόροι. Η οικονομική ύφεση δεν πρέπει να οδηγήσει στη μείωση των επενδύσεων στον τομέα αυτό. Παρά τους δημοσιονομικούς περιορισμούς πρέπει να αναζητήσουμε καινοτόμες λύσεις για να εξασφαλιστεί βιώσιμη χρηματοδότηση ειδικά για την Επαγγελματική Εκπαίδευση και Κατάρτιση, η οποία βέβαια θα πρέπει να καταμεριστεί δίκαια και αποτελεσματικά.

Εκτός αγοράς εργασίας, εκπαίδευσης ή κατάρτισης, βρίσκεται το 16,9% των νέων έως 24 ετών στην Ελλάδα, σύμφωνα με έρευνα του Κέντρου Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΚΑΝΕΠ) της ΓΣΕΕ και του Πανεπιστημίου Κρήτης[5]. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η Ελλάδα να τοποθετείται στις πρώτες θέσεις εντός της «Ε.Ε. των 28» αναφορικά με τους NEETs. Με τον όρο NEETs, («young people Not in Education, Employment or Training»), περιγράφεται ο νεανικός πληθυσμός μίας χώρας, ηλικίας 15 έως 24 ετών, που απέχει από κάθε διαδικασία Εκπαίδευσης, Κατάρτισης και Απασχόλησης, δηλαδή είναι «απών» από κάθε μείζονα θεσμική μέριμνα του κοινωνικού κράτους.

Είναι προφανές ότι όλοι οι αναπτυξιακοί στόχοι της χώρας διασταυρώνονται στον παράγοντα άνθρωπο. Η επίτευξη τους περνάει υποχρεωτικά μέσα από τη διαρκή βελτίωση του ανθρώπινου δυναμικού της χώρας. Ο σύγχρονος Έλληνας καλείται μέσα από τις πιο βασικές ιδιότητες του, αυτή του εργαζόμενου και του πολίτη να υπηρετήσει το συλλογικό εθνικό στόχο εξόδου από την κρίση αλλά και να συμμετέχει στην αλλαγή της συλλογικής συνείδησης και κουλτούρας.

Σήμερα είναι απόλυτη αναγκαιότητα για τη χώρα μας η διαμόρφωση ενός νέου αναπτυξιακού προτύπου. Ένα πρότυπο όμως, το οποίο προϋποθέτει ένα σύγχρονο, υψηλού επιπέδου εκπαιδευτικό σύστημα, αποτελεσματικό, κοινωνικά δίκαιο, ανοικτό και ευέλικτο στις μεταβολές των τάσεων τόσο σε επίπεδο παραγωγής και ενσωμάτωσης της νέας γνώσης, όσο και σε επίπεδο προσαρμογής στις συνθήκες της Αγοράς Εργασίας, αλλά και στις κοινωνικές απαιτήσεις.

Πιο συγκεκριμένα, είναι ανάγκη, χάριν αυτών που θέλουν να εργαστούν και αυτών που θέλουν να απασχολήσουν εργαζόμενους, οι σχεδιασμοί της Πολιτείας να προνοούν ώστε οι διαθέσιμοι προς απασχόληση να καλύπτουν το πλήρες φάσμα των εξειδικεύσεων, που απαιτεί η ελληνική οικονομία, όπως αυτή εξελίσσεται σε βάθος χρόνου, για να κλείσει επιτέλους το σημαντικό χάσμα, που για πολλές δεκαετίες υπάρχει στην ελληνική οικονομία μεταξύ ζήτησης και προσφοράς εξειδικευμένων απασχολησίμων.

Στη διαδικασία μεταρρύθμισης του Συστήματος της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης είναι πολύ χρήσιμη η συνεργασία των φορέων χάραξης πολιτικής. Η ενισχυμένη συνεργασία, όπως η πρωτοβουλία «Ευρωπαϊκή Συμμαχία για Θέσεις Μαθητείας» ή η χρήση των ευρωπαϊκών εργαλείων, συμβάλλει σε αυτό. Ωστόσο, η Επαγγελματική Εκπαίδευση και Κατάρτιση δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται αυτοτελώς. Αποτελεί τμήμα τόσο των Συστημάτων Μάθησης όσο και του οικονομικού και κοινωνικού περιβάλλοντος που διαμορφώνεται στη χώρα. Είναι σημαντικό η Επαγγελματική Εκπαίδευση και Κατάρτιση να βελτιώνει τη ζωή των πολιτών, να δίνει ευκαιρίες για ικανοποιητική σταδιοδρομία, ενώ παράλληλα να συνδράμει τις επιχειρήσεις στην ανάπτυξη ικανοτήτων, ώστε να είναι όσο το δυνατόν πιο ισχυρές και ανταγωνιστικές. Η αξιοποίηση των μέχρι τούδε μεταρρυθμίσεων προϋποθέτει να τις γνωρίζουν -και να τις συνδιαμορφώνουν- τόσο τα άτομα όσο και οι επιχειρήσεις. Πρέπει συνεπώς να προβάλλονται και στα μεν και στις δε τα πλεονεκτήματα της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο.[6]

2.2 Τεχνική και Επαγγελματική Εκπαίδευση (Τ.Ε.Ε.)

Σε όλες τις χώρες της Ευρώπης η Τεχνική και Επαγγελματική Εκπαίδευση αποτελεί μια ισχυρή συνιστώσα για δημιουργική άμιλλα με κοινωνική συνοχή. H Τεχνική και Επαγγελματική Εκπαίδευση στηρίζει την Ανάπτυξη και προετοιμάζει τους νέους για την είσοδό τους στην ενεργό επαγγελματική και κοινωνική ζωή και γι’ αυτό η σύνδεσή της με το εργασιακό και αναπτυξιακό περιβάλλον είναι απαραίτητη. Έρευνες έχουν δείξει ότι σε χώρες που είναι ανεπτυγμένη η Τεχνική και Επαγγελματική Εκπαίδευση, τα ποσοστά ανεργίας είναι χαμηλά.

Στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες ο αριθμός των μαθητών, που επιλέγουν την Τεχνική και Επαγγελματική Εκπαίδευση είναι μεγαλύτερος του αριθμού των μαθητών που επιλέγουν την Γενική Εκπαίδευση. Ο λόγος είναι ότι από την Τεχνική Εκπαίδευση η είσοδος στην αγορά εργασίας κι εύρεση απασχόλησης είναι πολύ ευκολότερη. Στη χώρα μας έρευνες (προ κρίσης, πόσο μάλλον τώρα) έδειξαν ότι η αγορά και οι επιχειρήσεις χρειάζονται μεσαία στελέχη καλά καταρτισμένα. Όχι επιστήμονες αλλά ούτε και ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό. Όμως οι μαθητές επιλέγουν την Τεχνική και Επαγγελματική Εκπαίδευση σε ποσοστό μόλις 20% και μάλιστα με τάση μείωσης.

Στη χώρα μας η Επαγγελματική Εκπαίδευση βρίσκεται σε κρίση, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να επιτύχει τους στόχους της, είτε αυτοί είναι εκπαιδευτικοί και παιδαγωγικοί, είτε είναι κοινωνικοί και αναπτυξιακοί. Μερικά από τα αίτια που συμβάλλουν στην υποβάθμιση της Τεχνικής και Επαγγελματικής Εκπαίδευσης στην χώρα μας είναι:

  • Οι συχνές αλλαγές στο Εκπαιδευτικό Σύστημα της Τ.Ε.Ε. οι οποίες δημιουργούν σύγχυση και ανασφάλεια στην κοινωνία, με αρνητικές επιπτώσεις. Είναι απαραίτητος ένας εύλογος χρόνος εφαρμογής κάθε εκπαιδευτικής αλλαγής για να μπορέσει να δώσει αποτελέσματα, και να γίνει η αξιολόγησή της.
  • Η απουσία κατάλληλου Θεσμικού Πλαισίου που να συνδέει ουσιαστικά την Τεχνική – Επαγγελματική Εκπαίδευση με την αγορά εργασίας και την οικονομία.
  • Η μη θεσμοθετημένη εμπλοκή της εργοδοσίας στη διαμόρφωση των κατευθύνσεων και του αναλυτικού προγράμματος στην Τ.Ε.Ε., ίσως δε και στο επίπεδο των 13 περιφερειών της χώρας.
  • Τα χρόνια προβλήματα υποδομών και ανθρώπινου δυναμικού του συστήματος Επαγγελματικής Εκπαίδευσης στην Ελλάδα έχουν καταστεί – ιδιαίτερα υπό το πρίσμα των δραματικών ποσοστών της ανεργίας των νέων – τόσο έντονα και επείγοντα, ώστε να απαιτείται η υλοποίηση ριζικών μεταρρυθμίσεων το συντομότερο δυνατό.
  • Η ανεπάρκεια ή το παρωχημένο των παρεχομένων επαγγελματικών γνώσεων και δεξιοτήτων, με αποτέλεσμα να είναι περιορισμένη η εμπιστοσύνη των εργοδοτών προς τους αποφοίτους της Τ.Ε.Ε. πράγμα που οφείλεται στο έλλειμμα εκπαίδευσης των διδασκόντων σε νέες δεξιότητες, για τις οποίες υπάρχει υφιστάμενη και μέλλουσα ζήτηση στην αγορά,
  • Παλιές, βαθιά ριζωμένες προκαταλήψεις ενάντια στη δήθεν «υποδεέστερη χειρωνακτική εργασία», μαζί με την έλλειψη ενημέρωσης της κοινής γνώμης για τις δυνατότητες και τις ευκαιρίες, που μπορεί να προσφέρει η Τ.Ε.Ε.
  • Η παντελής έλλειψη διασύνδεσης της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης με την Αγορά Εργασίας και την οικονομία.
  • Η απουσία πρακτικής άσκησης σε σχετικό επαγγελματικό χώρο για ικανό χρονικό διάστημα.
  • Τα μαθησιακά κενά μερίδας των αποφοίτων Γυμνασίου, οι οποίοι κατά κανόνα κατευθύνονται στη Τ.Ε.Ε., επειδή θεωρείται από τους ίδιους και τους γονείς τους ως η πιο εύκολη λύση.

Βασικός στόχος για την Τεχνική – Επαγγελματική Εκπαίδευση θα πρέπει να είναι: Η καταξίωση του «Επαγγελματικού Σχολείου» ως ενός ενός Σχολείου πρώτης επιλογής, ικανού να εξασφαλίσει στον απόφοιτό του σταθερή εργασία σύμφωνη με τις κλίσεις και το ταλέντο του, κοινωνική καταξίωση και απεριόριστες δυνατότητες ανέλιξης.

Η επίτευξη αυτού του βασικού στόχου περνάει μέσα από την αναδιοργάνωση της Τεχνικής – Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και τη δημιουργία ενός αυτοδύναμου Σχολείου, στην Ανώτερη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Το Σχολείο αυτό πρέπει:

  • Να στοχεύει στην αύξηση των ευκαιριών και στη διεύρυνση των επιλογών και των δυνατοτήτων των μαθητών.
  • Να λαμβάνει υπόψη του τις υπαρκτές σήμερα ανάγκες της οικονομίας, της αγοράς και της αναπτυξιακής στρατηγικής της χώρας.
  • Να προσφέρει δυνατότητες επιλογών σε προγράμματα και εκπαιδευτικές διαδρομές, για την ολοκλήρωση των επαγγελματικών τους στόχων, χωρίς φραγμούς και μονόδρομους.
  • Να απαντά στη διαφορετικότητα των μαθητών, στις διαφορετικές επιθυμίες και δυνατότητές τους, να εξασφαλίζει ίσες ευκαιρίες και να είναι δομικά και εκπαιδευτικά, αντίθετο σε κάθε μορφή περιθωριοποίησης και αποκλεισμού.

Βασικές πολιτικές για την αναβάθμιση της Τεχνικής και Επαγγελματικής Εκπαίδευσης στη χώρα μας θα πρέπει να είναι:

  • Η αποτελεσματική λειτουργία της Δευτεροβάθμιας Τεχνικής και Επαγγελματικής Εκπαίδευσης, εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από την επάρκεια σε γνώσεις και δεξιότητες, που αποκτούν οι μαθητές στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο και κυρίως, από τη στάση (και τον τρόπο έκφρασης αυτής της στάσης) των εκπαιδευτικών απέναντι στη διαδικασία της Τεχνολογίας και της Παραγωγής. Η ύπαρξη κατάλληλων μαθημάτων και μεθόδων, με στόχο να γνωρίσουν οι μαθητές του Γυμνασίου τις γενικές τεχνολογικές δεξιότητες και ικανότητες και να αποκτήσουν την ανάλογη τεχνολογική κουλτούρα, εξασφαλίζει την απαιτούμενη αυτογνωσία για τη μετέπειτα εκπαιδευτική τους πορεία.
  • Η ενίσχυση του ρόλου του Σχολικού Επαγγελματικού Προσανατολισμού στο Γυμνάσιο και η ανάπτυξη συστήματος αξιολόγησης των χαρακτηριστικών των μαθητών για τον προσδιορισμό των κλίσεων και των ιδιαίτερων δεξιοτήτων τους. Παράλληλα είναι πολύ σημαντική η ανάπτυξη μιας διαδικασίας συμβουλευτικής υποστήριξης στη Γ’ Γυμνασίου για τους μαθητές και τους γονείς τους με στόχο την επιλογή του κατάλληλου τύπου Σχολείου για τη συνέχεια των σπουδών τους.
  • H παροχή ενός στέρεου και ολοκληρωμένου πλαισίου επαγγελματικών γνώσεων και δεξιοτήτων στον απόφοιτο της Τεχνικής και Επαγγελματικής Εκπαίδευσης, που του επιτρέπει να προχωρήσει γρήγορα στην επαγγελματική του σταδιοδρομία, καθώς και ευρεία γνώση και ικανότητες για τη Διά Βίου Μάθηση.
  • Αναπόσπαστο τμήμα των Προγραμμάτων Σπουδών της Ανώτερης Δευτεροβάθμιας Τεχνικής – Επαγγελματικής Εκπαίδευσης αποτελούν τα μαθήματα που σχετίζονται με την ευρύτερη κοινωνική μόρφωση.
  • Ο προσδιορισμός των ειδικοτήτων του Τεχνολογικού Λυκείου κυρίως με βάση τις αναπτυξιακές ανάγκες της χώρας οι οποίες θα πρέπει να συναποφασίζονται με τους άμεσα ενδιαφερόμενους, όπως επαγγελματικά επιμελητήρια και ομοσπονδίες, σύμφωνα με τις ανάγκες του παραγωγικού περιβάλλοντος. Η λειτουργία των ειδικοτήτων στα κατά τόπους Τεχνολογικά Λύκεια πρέπει να είναι αποτέλεσμα συνδιαμόρφωσης με τις Τοπικές και Περιφερειακές Αρχές και τους παραγωγικούς συντελεστές. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να εξετάζεται σοβαρά η λειτουργία ειδικοτήτων σε τοπικό επίπεδο, λαμβάνοντας υπόψη τις ευκαιρίες απασχόλησης, την υπάρχουσα ανεργία των νέων και τη διαρθρωτική ανεργία.
  • Ο καθορισμός των επαγγελματικών δικαιωμάτων των αποφοίτων, παράλληλα με τη λειτουργία των ειδικοτήτων, σε συνεργασία με τα αντίστοιχα παραγωγικά Υπουργεία. Μέσω αυτής της διαδικασίας, οι νέοι και οι οικογένειές τους «αντιλαμβάνονται» άμεσα και χειροπιαστά την προστιθέμενη αξία, που έχει η ΤΕΕ στην προσωπική ανάπτυξη και ευημερία τους.
  • Η ανάπτυξη Προγραμμάτων Σπουδών συμβατών με τα εθνικά πρότυπα «Επαγγελματικών Περιγραμμάτων», όπως αυτά τροποποιούνται και κάθε φορά ισχύουν. Σε αυτά αναλύεται το επάγγελμα ή η ειδικότητα και αποτυπώνονται οι γνώσεις, δεξιότητες και ικανότητες που απαιτούνται για την άσκηση του συγκεκριμένου επαγγέλματος ή της ειδικότητας. Τα προγράμματα σπουδών πρέπει να είναι προσαρμοσμένα στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Μεταφοράς Πιστωτικών Μονάδων Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης (ECVET). Με τον τρόπο αυτό αφενός ενισχύεται η δυνατότητα κινητικότητας των αποφοίτων του Τεχνολογικού Λυκείου και πέραν των εθνικών συνόρων, αφετέρου διασφαλίζεται η αναγνώριση και η κατοχύρωση των μαθησιακών αποτελεσμάτων.
  • Η άρση των φραγμών στις μετακινήσεις ή εγγραφές αποφοίτων από ένα Σχολείο σε άλλο ή στην εσωτερική μετακίνηση, εφόσον εξασφαλίζονται τα «εκπαιδευτικά ελάχιστα» για κάθε περίπτωση. Η δυνατότητα επιλογής επαγγελματικών στόχων και η επίτευξή τους μέσω εναλλακτικών εκπαιδευτικών διαδρομών εξασφαλίζει την ισότητα ευκαιριών στην εκπαίδευση και στην απασχόληση.
  • Η συνεχής και συστηματική επιμόρφωση των εκπαιδευτικών της Τεχνικής και Επαγγελματικής Εκπαίδευσης έχει ιδιαίτερο βάρος και εξαιρετική σημασία. Αυτό το ποιοτικό άλμα που φιλοδοξεί να πετύχει το Τεχνολογικό Λύκειο απαιτεί ειδική επαγγελματική επιμόρφωση των εκπαιδευτικών σε αντικείμενα των ειδικοτήτων τους, επικαιροποίηση και διεύρυνση των γνώσεών τους στα νέα τεχνολογικά και επιστημονικά επιτεύγματα.
  • Η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού, του εκπαιδευτικού περιβάλλοντος και γενικότερα του εκπαιδευτικού έργου είναι μια πολύ σημαντική διαδικασία, η οποία θα μας δώσει τα στοιχεία εκείνα που χρειάζονται για να διορθώσουμε και να βελτιώσουμε ανθρώπινο δυναμικό, προγράμματα, διαδικασίες, μεθόδους και πιθανώς δομικές αστοχίες, εάν προκύψουν.
  • Η λειτουργία «Τμημάτων Ειδίκευσης Τεχνικής και Επαγγελματικής Εκπαίδευσης», εντός του τυπικού εκπαιδευτικού συστήματος και ενταγμένα στη λειτουργία του Τεχνολογικού Λυκείου, διάρκειας ενός σχολικού έτους. Στόχος τους είναι να εξασφαλίσουν την απαιτούμενη επαγγελματική επάρκεια σε επίπεδο ειδικότητας και να παρέχουν ολοκληρωμένες γνώσεις στους αποφοίτους του Τεχνολογικού Λυκείου σε ειδικά και όχι εξειδικευμένα θέματα των ειδικοτήτων τους. Στοιχεία που συνδέονται με τα Τμήματα αυτά είναι:
  • Η ένταξη του θεσμού της πρακτικής άσκησης στη φάση αυτή της εκπαιδευτικής διαδικασίας μπορεί να αποφέρει σημαντικά μαθησιακά αποτελέσματα εξασφαλίζοντας στους μαθητές πολύτιμη εργασιακή εμπειρία.
  • Οι απόφοιτοι των Τμημάτων αυτών, λόγω της επαρκούς ποσότητας αλλά και ποιότητας επαγγελματικών γνώσεων και δεξιοτήτων, έχουν περισσότερες και καλύτερες ευκαιρίες απασχόλησης δεδομένης της μεγαλύτερης συμβατότητας με τις απαιτήσεις του παραγωγικού συστήματος.
  • Επιπλέον, η δημιουργία των Τμημάτων αυτών διασφαλίζει καλύτερες προϋποθέσεις και ευνοϊκότερο περιβάλλον στη διαδικασία μετάβασης από το Σχολείο στην ενεργό επαγγελματική ζωή.
  • Ταυτόχρονα μπορεί να συμβάλλουν στη μείωση της ανεργίας των νέων και της διαρθρωτικής ανεργίας, τα ποσοστά των οποίων σήμερα βρίσκονται σε απελπιστικά υψηλά επίπεδα.
  • Η δημιουργία θεματικών Τεχνολογικών Λυκείων ιδιαίτερα στον πρωτογενή τομέα παραγωγής (Αγροτικά Λύκεια, Λύκεια Κτηνοτροφικής παραγωγής, κ.λ.π) και η θεσμοθέτηση θεματικών δράσεων, που να συνδέονται με την επιχειρηματικότητα και την καινοτομία.
  • Η δυνατότητα επαγγελματικής ανέλιξης μέσω της συνέχισης της εκπαιδευτικής τους πορείας στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Οι μαθητές της Τ.Ε.Ε θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα επιλογών σε προγράμματα και εκπαιδευτικές διαδρομές, για την ολοκλήρωση των επαγγελματικών τους στόχων, χωρίς φραγμούς και μονόδρομους. Επίσης η διασφάλιση της δυνατότητας να παρακολουθούν τις τεχνολογικές και εργασιακές εξελίξεις, αλλά και προγράμματα Δια Βίου Μάθησης, για την περαιτέρω εξειδίκευση και επαγγελματική τους πρόοδο.
  • H λήψη μέτρων για την αύξηση της ελκυστικότητας της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης, όπως η προβολή πετυχημένων επαγγελματικών σταδιοδρομιών, που βασίζονται σε στέρεη επαγγελματική εκπαίδευση.
  • Εκσυγχρονισμός των υποδομών της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης, που διαθέτουν σήμερα οι εκπαιδευτικές μονάδες και περαιτέρω αξιοποίηση των δυνατοτήτων, που προσφέρουν οι Τεχνολογίες της Πληροφορίας και των Επικοινωνιών. Προς τούτο θα πρέπει να διερευνηθεί η διεύρυνση των πηγών χρηματοδότησης εκτός των κρατικών ή κοινοτικών πόρων και από τον ιδιωτικό τομέα.

2.3 Σύστημα Μαθητείας

Η εργασιακή εμπειρία τυγχάνει μεγάλης εκτίμησης από τις επιχειρήσεις και, ως εκ τούτου, η έλλειψη της εν λόγω εμπειρίας αποτελεί σημαντικό εμπόδιο για τα άτομα που αναζητούν εργασία για πρώτη φορά. Πολλοί νέοι είναι παγιδευμένοι σε έναν φαύλο κύκλο: δεν μπορούν να ενταχθούν για πρώτη φορά στην αγορά εργασίας, επειδή δεν διαθέτουν εργασιακή εμπειρία. Όπως αποδεικνύεται, τα Συστήματα Μαθητείας έχουν μεγάλης κλίμακας αντίκτυπο στην προώθηση της απασχόλησης των νέων, αποτελούν δε σημαντικό λόγο για τα χαμηλά επίπεδα ανεργίας των νέων σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες.[7]

Η μεγαλύτερη αναγνώριση της δυνατότητας, που δίνει η μάθηση στο χώρο εργασίας, να βελτιώνει την αποτελεσματικότητα της αγοράς εργασίας έδωσε νέα πνοή στο θεσμό της Μαθητείας. Αρκετές χώρες, περιλαμβανομένων όσων έχουν ήδη εφαρμόσει συναφή προγράμματα, καθιερώνουν ή επεκτείνουν προγράμματα προώθησης της μάθησης στην εργασία. Για παράδειγμα, στα Προγράμματα Μαθητείας της Ιταλίας περιλαμβάνονται πλέον ορισμένα, που καταλήγουν στη χορήγηση τίτλων σπουδών ανώτερης εκπαίδευσης, ακόμη και διδακτορικών διπλωμάτων. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι επιχειρήσεις του κλάδου των υπηρεσιών παρέχουν ολοένα και περισσότερο Προγράμματα Μαθητείας, μεταξύ άλλων στους τομείς του Δικαίου και της Λογιστικής, ως εναλλακτικές μορφές μάθησης έναντι της πανεπιστημιακής μάθησης. Η Σχολική Επαγγελματική Εκπαίδευση της Σουηδίας ενθαρρύνει επίσης την παρακολούθηση Προγραμμάτων Μαθητείας.[8]

Στην Ελλάδα, η μη αναγνώριση της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης και εν γένει της Διά Βίου Μάθησης, ως σημαντικού πλεονεκτήματος για την επιχειρηματικότητα αλλά και για την εργασιακή πορεία ενός ατόμου, στιγμάτισαν την Επαγγελματική Εκπαίδευση και Κατάρτιση ως δευτερεύουσα – κατώτερη ‘ανυπόληπτη’ και περιθωριακή ως προς τη Γενική Εκπαίδευση. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι επιχειρηματίες να μην δέχονται να συμμετέχουν στο κόστος της Μαθητείας (όλα συγχρηματοδοτούνται από το ΕΚΤ) καθώς και στο γεγονός ότι ο αριθμός των νέων, που παρακολουθούν αυτή την εκπαίδευση είναι συντριπτικά κατώτερος από αυτούς της Γενικής Εκπαίδευσης και μάλιστα με τάση συνεχούς μείωσης.[9]

Βέβαια, το περιορισμένο ενδιαφέρον των επιχειρηματιών και γενικότερα της αγοράς για μια σύγχρονη δομή της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης στη χώρα ενδέχεται να συναρτάται και με την έλλειψη σοβαρής και συστηματικής ενημέρωσής τους για τα οφέλη που μπορούν να αποκομίσουν. Παράλληλα όμως είναι αναγκαία η εντονότερη ενεργοποίηση των κεντρικών και περιφερειακών επαγγελματικών συνδέσμων και επιμελητηρίων.

Νομίζουμε ότι αξίζει να τονισθεί και σε αυτό το σημείο η τεράστια σημασία της λειτουργίας μιας στιβαρής Επαγγελματικής & Τεχνολογικής Εκπαίδευσης στο στρατηγικής σημασίας θέμα της φυσιολογικής μείωσης και εξορθολογισμού του ενδιαφέροντος των νέων (και κυρίως των οικογενειών τους) για εισαγωγή στα Πανεπιστήμια, περιορίζοντάς την κυρίως σε αυτούς που πραγματικά επιθυμούν να σπουδάσουν σε αυτά.

Ο θεσμός της Μαθητείας μπορεί να διαδραματίσει στη χώρα μας έναν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της αγοράς εργασίας και στην ενδυνάμωση της κοινωνικής συνοχής. Τα Προγράμματα Μαθητείας, όπως και άλλες μορφές μάθησης στον χώρο εργασίας, θεωρούνται ιδιαίτερα αποτελεσματική μέθοδος μάθησης. Παρέχουν στους νέους και στους ενήλικες εξειδικευμένες αλλά και γενικές δεξιότητες, τις οποίες ζητούν οι εργοδότες, διευκολύνοντας κατ' αυτόν τον τρόπο τη μετάβαση από το Σχολείο (ή άλλο περιβάλλον μάθησης) στην εργασία. Ενισχύουν επίσης τη συνεργασία μεταξύ Κυβερνήσεων, Κοινωνικών Εταίρων, Εργοδοτών και Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, γεγονός που εξηγεί γιατί η αναβίωσή τους αποτελεί παγκόσμια τάση.

Τα Προγράμματα Μαθητείας διακρίνονται από τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

  • Το μαθησιακό περιβάλλον εναλλάσσεται μεταξύ χώρου εργασίας και φορέα εκπαίδευσης ή κατάρτισης.
  • Εντάσσονται στην Τυπική (Επίσημη) Επαγγελματική Εκπαίδευση και Κατάρτιση.
  • Μετά την επιτυχή ολοκλήρωση του Προγράμματος, οι μαθητευόμενοι αποκτούν συγκεκριμένο προσόν καθώς και επίσημα αναγνωρισμένο πιστοποιητικό.
  • Οι μαθητευόμενοι συνήθως υπάγονται σε καθεστώς υπαλλήλου και αμείβονται για την εργασία τους.
  • Υπό ιδανικές συνθήκες, βασίζονται σε σύμβαση ή επίσημη συμφωνία μεταξύ του εργοδότη και του μαθητευόμενου, αλλά ενίοτε βασίζονται και σε σύμβαση με τον εκπαιδευτικό φορέα.

Η ανάπτυξη και λειτουργία ενός Συστήματος Μαθητείας, το οποίο θα λειτουργεί με το δυικό σύστημα μπορεί να προσφέρει στους νέους τη δυνατότητα απόκτησης δεξιοτήτων για άμεση επαγγελματική αποκατάσταση, παράλληλα με την περαιτέρω ανάπτυξη των γλωσσικών, μαθηματικών και άλλων ικανοτήτων τους αφού εκτός της εκπαίδευσης στο χώρο εργασίας συμπεριλαμβάνει και θεωρητική εκπαίδευση στον εκπαιδευτικό φορέα.

Τα Προγράμματα Μαθητείας μπορεί να απευθύνονται σε αποφοίτους Γυμνασίου, σε αποφοίτους Λυκείου, ακόμα και σε φοιτητές ή/και αποφοίτους Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης Θα πρέπει να εξετασθεί σοβαρά η θεσμοθέτηση σημαντικού τμήματος των σπουδών, ίσως ένα ολόκληρου έτους, ως έτους μαθητείας. Η αλλαγή αυτή θα επιφέρει ίσως σημαντικές ποιοτικές βελτιώσεις σε πολλές πτυχές της ΤΕΕ, τόσο στο μαθησιακό όσο και στο εργασιακό επίπεδο, αλλά και στην ίδια την αγορά εργασίας και την οικονομία.

Μεγάλο ενδιαφέρον θα είχε η οργανική σύνδεση Προγραμμάτων Μαθητείας με προσφερόμενα Προγράμματα Σπουδών συγκεκριμένων ΤΕΙ, ειδικά αυτών που έχουν εντελώς εφαρμοσμένο χαρακτήρα. Παρόμοια σχήματα έχουν ιδιαίτερη επιτυχία σε διάφορες χώρες της Ευρώπης (π.χ., Duales System στο γερμανόφωνο χώρο, Qualificação Inicial Dual στην Πορτογαλία). Πέραν της δυνατότητας να δοθεί έτσι πρόσθετος ρόλος σε αυτά τα Τμήματα των ΤΕΙ, θα προκύψει και η ανάγκη προετοιμασίας των εκπαιδευτών για τα προγράμματα μαθητείας, κάτι που εν δυνάμει μπορεί να εντείνει τη συνεργασία ανάμεσα σε ΑΕΙ και τον παραγωγικό ιστό.

Ενδεικτικά σε ένα Πρόγραμμα Μαθητείας που απευθύνεται σε αποφοίτους Γυμνασίου, η αναλογία θεωρητικής εκπαίδευσης και εκπαίδευσης στον εργασιακό χώρο θα μεταβάλλεται από έτος σε έτος αυξανόμενη με την προοδευτική αύξηση της εκπαίδευσης στο χώρο εργασίας. Η διάρκειά του πρέπει να είναι τουλάχιστον τριών ετών. Η ολοκλήρωση ενός Κύκλου Μαθητείας και η επιτυχής ολοκλήρωση της διαδικασίας πιστοποίησης οδηγεί σε Πτυχίο Ειδικότητας ενταγμένο στο Εθνικό Πλαίσιο Προσόντων.

Στους αποφοίτους Γυμνασίου που παρακολούθησαν προγράμματα Μαθητείας πρέπει να δίνεται η δυνατότητα -με την παρακολούθηση ενός συμπληρωματικού εκπαιδευτικού κύκλου- να συνεχίσουν τις σπουδές τους στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση διασφαλίζοντας και σ’ αυτούς ανοιχτούς δρόμους και εναλλακτικές εκπαιδευτικές διαδρομές. Αυτό όμως πρέπει να γίνεται με κανόνες και αξιοκρατικά, δηλ. να αφορά σε κάποιους (μάλλον λίγους), που θα διακρίνονται για την επίδοσή τους και θα αριστεύουν.

Τα Προγράμματα Μαθητείας μπορούν να τα λειτουργούν εκπαιδευτικοί φορείς Υπουργείων, Οργανισμών, Κοινωνικοί Εταίροι καθώς και μεγάλες βιομηχανίες και επιχειρήσεις (Υπουργείο Τουρισμού, Υπουργείο Υγείας, ΟΑΕΔ, Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης, ΟΤΕ, ΔΕΗ, ΣΕΒ, ΓΣΕΒΕΕ, ΣΕΤΕ, Ελληνικά Πετρέλαια, Τιτάνας, Μεγάλα Ξενοδοχειακά Συγκροτήματα, κ.λ.π.). Το περιεχόμενο των Προγραμμάτων Μαθητείας καθορίζεται από το Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων σε συνεργασία με τους Κοινωνικούς Εταίρους, τα Επιμελητήρια και τους Επαγγελματικούς Φορείς.

Στη διαδικασία ανάπτυξης του Συστήματος Μαθητείας πρέπει να ληφθεί πολύ σοβαρά υπόψη η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας η οποία βρίσκεται στη δίνη της ύφεσης. Η δημιουργία θέσεων εργασίας, η αναθέρμανση της επιχειρηματικότητας, με την ανασυγκρότηση της οικονομίας της χώρας, αποτελεί προϋπόθεση για οποιαδήποτε πολιτική αύξησης της απασχόλησης των νέων, αλλά και προσδιορισμού της ζήτησης σε δεξιότητες και σε εκπαιδευμένο προσωπικό.

2.4 Η Επαγγελματική κατάρτιση

Η Επαγγελματική Κατάρτιση εστιάζει στην άμεση ανταπόκριση στις ανάγκες της αγοράς εργασίας ενισχύοντας τις προοπτικές απασχόλησης. Η Επαγγελματική Κατάρτιση διαχωρίζεται στην Αρχική Επαγγελματική Κατάρτιση και στην Συνεχιζόμενη Επαγγελματική Κατάρτιση.

Στο χώρο της Αρχικής Επαγγελματικής Κατάρτισης εντάσσονται δραστηριότητες που προσφέρουν βασικές επαγγελματικές γνώσεις, ικανότητες και δεξιότητες σε ειδικότητες και εξειδικεύσεις με στόχο την ένταξη, επανένταξη, επαγγελματική κινητικότητα και ανέλιξη του ανθρωπίνου δυναμικού στην αγορά εργασίας, καθώς και την επαγγελματική και προσωπική ανάπτυξη. Η Αρχική Επαγγελματική Κατάρτιση απευθύνεται στον ενήλικο πληθυσμό που δεν έχει πάρει τις βασικές επαγγελματικές γνώσεις, ικανότητες και δεξιότητες σε μια ειδικότητα ή θέλει να αλλάξει ειδικότητα.

Οι κύριοι στόχοι της Αρχικής Επαγγελματικής Κατάρτισης είναι:

  • να εφοδιάσει τους καταρτιζόμενους με τα κατάλληλα προσόντα (ανάλογα με την επιλεγόμενη ειδικότητα), μέσω της παροχής επιστημονικών, τεχνικών, επαγγελματικών και πρακτικών γνώσεων,
  • να τους παρέχει τη δυνατότητα να αναπτύσσουν τις αντίστοιχες με την ειδικότητα τους δεξιότητες,
  • να διευκολύνει την επαγγελματική τους ένταξη στην αγορά εργασίας,
  • να εξασφαλίζει την προσαρμογή τους στις μεταβαλλόμενες ανάγκες της παραγωγικής διαδικασίας.

Στη Συνεχιζόμενη Επαγγελματική Κατάρτιση εντάσσεται η κατάρτιση του ανθρώπινου δυναμικού που συμπληρώνει, εκσυγχρονίζει ή και αναβαθμίζει γνώσεις, ικανότητες και δεξιότητες, οι οποίες αποκτήθηκαν από τα συστήματα Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Αρχικής Επαγγελματικής Κατάρτισης ή από επαγγελματική εμπειρία με στόχο την ένταξη ή επανένταξη στην αγορά εργασίας, τη διασφάλιση της εργασίας και την επαγγελματική και προσωπική ανάπτυξη.

Στην Ελλάδα, διαχρονικά, ο σχεδιασμός, η οργάνωση, η υλοποίηση εν τέλει και η αξιοποίηση των Προγραμμάτων Επαγγελματικής Κατάρτισης δεν φαίνεται να έχουν αποδώσει τα αναμενόμενα αποτελέσματα, με συνέπεια τη χαμηλή σύνδεση με την απασχόληση, τη χαλαρή σχέση με τη διατήρηση της εργασίας και τον ισχνό βαθμό συνάφειας μεταξύ απασχόλησης και γνωστικού αντικειμένου κατάρτισης. Τα συμπεράσματα αυτά παρουσιάζονται σε σχετική πρόσφατη έρευνα του Κέντρου Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΚΑΝΕΠ/ΓΣΕΕ)[10] αναδεικνύοντας τη διαχρονική αναποτελεσματικότητα των συστημάτων αρχικής και συνεχιζόμενης κατάρτισης στη χώρα μας, ιδιαίτερα σε μία περίοδο που η ανεργία και ειδικότερα η ανεργία των νέων καταγράφει δυσθεώρητα ποσοστά.

Οι προκλήσεις σήμερα για την Ελλάδα ως προς τη βελτίωση του ανθρώπινου δυναμικού μπορούν να συνοψιστούν στα εξής:[11]

  • Οι πιέσεις στον παραγωγικό ιστό επιβάλλουν την απόκτηση νέων γνώσεων και δεξιοτήτων για μια καλύτερη ανταπόκριση στην κοινωνία της γνώσης, την καινοτομία και την ικανότητα ανάπτυξης και εφαρμογής νέων τεχνολογιών.
  • Οι νέες τεχνολογίες αναπτύσσονται και εφαρμόζονται ταχύτατα, συνεπώς η ανανέωση του ανθρώπινου δυναμικού με άτομα, που διαθέτουν υψηλό επίπεδο εξειδίκευσης είναι κρίσιμος παράγοντας για τη διαχείριση των θεμάτων που απορρέουν από τις μεταβολές στην επιστήμη και την τεχνολογία.
  • Η γήρανση πληθυσμού ωθεί στην ανάγκη εξεύρεσης μιας νέας ισορροπίας σε ό,τι αφορά την κατάρτιση νέων ατόμων και την επανακατάρτιση των μεγαλύτερης ηλικίας εργαζομένων. Μεγαλώνει η δεξαμενή των ατόμων μεγάλης ηλικίας για τους οποίους απαιτείται ανανέωση των δεξιοτήτων τους.
  • Οι αλλαγές στο πεδίο της απασχόλησης σηματοδοτούν την τεράστια σημασία της Δια Βίου Μάθησης και της διαφοροποίησης των επαγγελματικών διαδρομών των ατόμων.
  • Οι αναδιαρθρώσεις που συντελούνται σε περιφερειακό επίπεδο δημιουργούν την ανάγκη κατάκτησης ενός υψηλού επιπέδου γνώσεων και δεξιοτήτων (κυρίως generic skills), που να μπορούν να μετακινούνται μεταξύ κλάδων, ατόμων και περιφερειών.
  • Οι ομάδες που αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο κοινωνικού αποκλεισμού, όπως οι νεοεισερχόμενοι στην αγορά εργασίας, οι γυναίκες, οι εργαζόμενοι μεγάλης ηλικίας, οι μετανάστες, κ.λπ. έχουν ιδιαίτερες ανάγκες σε γνώσεις και δεξιότητες.

Το Σύστημα Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης οφείλει να μεταρρυθμιστεί, προκειμένου:[12]

  • Να υποστηριχθεί και να καταστεί εφικτός ο εκσυγχρονισμός της παραγωγής σε ανταγωνιστικούς κλάδους της οικονομίας.
  • Να μειωθεί στο ελάχιστο δυνατό η διαρθρωτική αναντιστοιχία ανάμεσα στις ανάγκες της οικονομίας και στα διαθέσιμα προσόντα των νέων.
  • Να προληφθεί ο μόνιμος αποκλεισμός νέων, που προέρχονται από ασθενή οικονομικά στρώματα ή από οικογένειες μεταναστών.
  • Να αποκτήσουν οι νέοι εκείνες τις δεξιότητες-κλειδιά στην ανάγνωση, τη γραφή, τις θετικές επιστήμες και τις τεχνολογίες της πληροφορικής, που θα τους παράσχουν τη δυνατότητα ισότιμης συμμετοχής στην κοινωνία της γνώσης.

Ο νόμος 3879/2010 για την Δια Βίου Μάθηση στη χώρα μας είναι ένας νόμος πλαίσιο, ο οποίος δημιουργεί το δίκτυο και θέτει τη βάση για μία δομημένη Δια Βίου Μάθηση στη χώρα μας. Στο πλαίσιο αυτού του νόμου επιχειρήθηκε για πρώτη φορά η αποκέντρωση στο χώρο της Επαγγελματικής Κατάρτισης, αφού βασική στρατηγική επιλογή του ήταν η λειτουργία και διαχείριση της κατάρτισης (Δημόσια ΙΕΚ) από τις Περιφέρειες. Αυτή η βασική στρατηγική του επιλογή δεν υλοποιήθηκε τελικά αφού με το Ν. 4186/2013 τα Δημόσια ΙΕΚ επανήλθαν στη Γενική Γραμματεία Νεολαίας και Δια Βίου Μάθησης και έτσι χάθηκε μια ιστορική ευκαιρία για τη χώρα μας να κάνει ένα πολύ σημαντικό βήμα στην κατεύθυνση της ουσιαστικής αποκέντρωσης του εκπαιδευτικού της συστήματος.

Παρατηρείται έλλειψη πληροφοριών για τις δυνατότητες ενδοεργασιακής κατάρτισης. Αυτό ισχύει τόσο για την εκπαίδευση μέσα σε μια επιχείρηση γενικά όσο και για τις νέες δυνατότητες στα πλαίσια του νέου εκπαιδευτικού νόμου. Έτσι, δεν είναι γνωστές ούτε οι ευκαιρίες που θα μπορούσε να προσφέρει ένα τέτοιο εκπαιδευτικό σύστημα σε όλους τους προαναφερθέντες παράγοντες, αλλά ούτε και οι συγκεκριμένες δυνατότητες υλοποίησης. Συγκεκριμένα, οι επιχειρήσεις χρειάζονται περισσότερες πληροφορίες, ώστε να αναγνωρίσουν την αξία της επένδυσης στην Επαγγελματική Εκπαίδευση.

Βασικές πολιτικές για την αναβάθμιση της Επαγγελματικής Κατάρτισης στη χώρα μας είναι:[13]

  • Βασική προτεραιότητα αποτελεί η δημιουργία Συστημάτων Αρχικής και Συνεχιζόμενης Επαγγελματικής Κατάρτισης χωρίς στεγανά. Τα μέτρα για την προστασία των ομάδων που διατρέχουν κίνδυνο αποκλεισμού, όπως είναι τα άτομα χαμηλής ειδίκευσης και όσοι εγκαταλείπουν πρόωρα την εκπαίδευση, πρέπει να επεκταθούν και να γίνουν πιο ολοκληρωμένα. Στην κατεύθυνση αυτή είναι απαραίτητη η ανάληψη πρωτοβουλιών για την απόκτηση βασικών εργασιακών γνώσεων και δεξιοτήτων από άτομα χαμηλής ειδίκευσης και ανειδίκευτους.
  • Η ενοποίηση της Αρχικής και Συνεχιζόμενης Κατάρτισης σε επίπεδο διοίκησης, οργάνωσης και λειτουργίας και η εφαρμογή κοινών διαδικασιών ποιότητας, αξιολόγησης, και πιστοποίησης. Η διαδικασία ενοποίησης των δύο υποσυστημάτων θα δημιουργήσει ένα ενιαίο κανονιστικό πλαίσιο και επιπλέον θα διαμορφώσει κοινούς όρους και κοινές διαδικασίες για ζητήματα, όπως τα επαγγελματικά περιγράμματα, τα προγράμματα σπουδών, οι εκπαιδευτές και η επιμόρφωσή τους, η πιστοποίηση προσόντων και οι διαδικασίες υλοποίησης.
  • Η διαμόρφωση και η λειτουργία ενός εθνικού, λειτουργικού και ταυτόχρονα αποτελεσματικού συστήματος διάγνωσης και αποτύπωσης αναγκών της απασχόλησης. Η διάγνωση αυτή απαιτείται να περιλαμβάνει την ακτινογράφηση και αποτύπωση των τάσεων στη δημιουργία των νέων επαγγελμάτων, των νέων ειδικοτήτων, των συναφών επαγγελματικών περιγραμμάτων, των απαιτούμενων γνώσεων, δεξιοτήτων και ικανοτήτων, ώστε να προσανατολίζονται με ανάλογο τρόπο και τα συστήματα επαγγελματικής κατάρτισης σε γεωγραφικό αλλά και κλαδικό επίπεδο.
  • Οι αλλαγές στις ειδικότητες της Αρχικής Επαγγελματικής Κατάρτισης πρέπει να πραγματοποιούνται λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα των ειδικοτήτων στην Τεχνική και Επαγγελματική Εκπαίδευση. Η συνέργεια αυτή είναι απολύτως αναγκαία, αφού και τα επίπεδα των προσόντων είναι διαφορετικά και ταυτόχρονα υπάρχει ανάγκη για συνάρθρωση και συνδιαμόρφωση του εύρους και της κλίμακας των επαγγελματικών δικαιωμάτων, αλλά και του εναρμονισμού μεταξύ προσφοράς και ζήτησης των ειδικοτήτων.
  • Η ανάπτυξη ενός διαρκούς συστήματος βελτίωσης, υποστήριξης, λειτουργίας και επικαιροποίησης των επαγγελματικών περιγραμμάτων. Τα επαγγελματικά περιγράμματα αποτελούν τον πυρήνα των ειδικοτήτων, εμπεριέχουν το πλαίσιο των απαιτούμενων γνώσεων, των δεξιοτήτων και ικανοτήτων και βασίζονται στην ουσία των προσόντων που απαιτούνται, περιγράφοντας με πληρότητα το τι προϋποθέτει η άσκηση ενός επαγγελματικού ρόλου.
  • Η θεσμοθέτηση, εφαρμογή και συνεχής βελτίωση του εθνικού συστήματος ποιότητας στη Διά Βίου Εκπαίδευση και την Επαγγελματική Κατάρτιση με στόχο την αξιοπιστία, την αποτελεσματικότητα και την αποδοτικότητα. Η ανάπτυξη του Εθνικού Πλαισίου για τη Διασφάλιση της Ποιότητας στη Διά Βίου Μάθηση π3 ολοκληρώθηκε το 2011 και ξεκίνησε η πιλοτική εφαρμογή του. Μέχρι σήμερα δεν έχει θεσμοθετηθεί και δεν έχει ξεκινήσει η καθολική εφαρμογή του.
  • Η ανάπτυξη ενός ουσιαστικού και ταυτόχρονα ποιοτικού κοινωνικού διαλόγου για τα θέματα κατάρτισης και απασχόλησης μέσα από την ενεργό συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων για τη δημιουργία και τη λειτουργία ουσιαστικής πρακτικής άσκησης με στόχο την αποτελεσματικότερη μετάβαση στην απασχόληση.
  • Η ανάπτυξη προγραμμάτων κατάρτισης συμβατών με τα εθνικά πρότυπα «Επαγγελματικών Περιγραμμάτων», όπως αυτά τροποποιούνται και κάθε φορά ισχύουν. Σε αυτά αναλύεται το επάγγελμα ή η ειδικότητα και αποτυπώνονται οι γνώσεις, δεξιότητες και ικανότητες, που απαιτούνται για την άσκηση του συγκεκριμένου επαγγέλματος ή της ειδικότητας. Τα προγράμματα κατάρτισης πρέπει να είναι προσαρμοσμένα στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Μεταφοράς Πιστωτικών Μονάδων Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης (ECVET). Με τον τρόπο αυτό αφενός ενισχύεται η δυνατότητα κινητικότητας των αποφοίτων του Τεχνολογικού Λυκείου και πέραν των εθνικών συνόρων, αφετέρου διασφαλίζεται η αναγνώριση και η κατοχύρωση των μαθησιακών αποτελεσμάτων.
  • Ο καθορισμός των επαγγελματικών δικαιωμάτων των αποφοίτων της Αρχικής Επαγγελματικής Κατάρτισης, παράλληλα με τη λειτουργία των ειδικοτήτων, σε συνεργασία με τα αντίστοιχα παραγωγικά Υπουργεία. Μέσω αυτής της διαδικασίας, η κοινωνία «αντιλαμβάνεται» την προστιθέμενη αξία που έχει η εκπαίδευση αυτή στην προσωπική ανάπτυξη και ευημερία του ατόμου.
  • Η ενίσχυση της λειτουργίας της ενδοεπιχειρησιακής κατάρτισης. Στόχος είναι ο σχεδιασμός, η οργάνωση και η εφαρμογή προγραμμάτων κατάρτισης από τις ίδιες τις επιχειρήσεις, σε όλους τους τομείς της οικονομίας για κάλυψη των αναγκών του προσωπικού τους σε όλα τα επίπεδα.
  • Η ανάπτυξη συστημάτων συμβουλευτικής και καθοδήγησης (mentoring) τόσο για την υποστήριξη των καταρτιζομένων όσο και των επιχειρήσεων. Οι πρακτικές αυτές θα ενισχύσουν τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν και προσανατολίζονται οι εκπαιδευόμενοι, αφού η ανάγκη υποστήριξης, εμψύχωσης, καθοδήγησης και προσανατολισμού είναι περισσότερο αναγκαία σε μια εποχή, που τα πάντα αλλάζουν με ταχείς ρυθμούς και διαδικασίες. Με τον τρόπο αυτό η πορεία των νέων μέσα στο Σύστημα Εκπαίδευσης-Κατάρτισης θα διαθέτει μεγαλύτερη ασφάλεια και ορθολογική προοπτική.
  • Η ανάπτυξη ενός σταθερού, έγκριτου και αξιόπιστου πλαισίου προσόντων, καθώς και ενός διαφανούς και έγκυρου συστήματος πιστοποίησης των επαγγελματικών προσόντων, με στόχο την ενίσχυση της κινητικότητας της εργασίας προς όφελος των εργαζομένων. Η διαδικασία αυτή περιλαμβάνει τα μέτρα εκείνα που αφορούν την αναγνώριση, τη μεταφορά, τη συσσώρευση και την πιστοποίηση προσόντων με διαφάνεια και αντικειμενικότητα, παρέχοντας ίσες ευκαιρίες κατάρτισης, πιστοποίησης και απασχόλησης σε όλους, με έμφαση σε όσους έχουν χαμηλά εκπαιδευτικά προσόντα και κινδυνεύουν ή πλήττονται άμεσα από την ανεργία, τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό.

[1] “Ανακοινωθέν της Μπριζ σχετικά με την ενισχυμένη ευρωπαϊκή συνεργασία στον τομέα της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης, Περίοδος 2011-2020”, Ανακοινωθέν των Ευρωπαίων Υπουργών Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης, των Ευρωπαϊκών Κοινωνικών Φορέων και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Συνεδρίαση της Μπριζ στις 7 Δεκεμβρίου 2010 για την επανεξέταση της στρατηγικής προσέγγισης και των προτεραιοτήτων της διαδικασίας της Κοπεγχάγης για τα έτη 2011-2020.

[2] Agenda for “New Skills for Jobs”. Πρωτοβουλία της Ε.Ε. για την επίτευξη των στόχων της Ε.Ε. έως το 2020, για την Απασχόληση, τη Σχολική Διαρροή, την Εκπαίδευση και Κατάρτιση των νέων, http://ec.europa.eu/social/main.jsp? catId=958&langId=en

[3] OECD (2012), Education at a glance 2012: OECD Indicators, OECD Publishing

[4] Σύσταση του Συμβουλίου της 20ής Δεκεμβρίου 2012 για την επικύρωση της Μη Τυπικής και της Άτυπης Μάθησης, 2012/C 398/01

[5] «Βαρόμετρο Απόντων. Ανίχνευση, κατηγοριοποίηση και εμπειρική θεμελίωση προτάσεων πολιτικής για την καταπολέμηση μιας νέας μορφής κοινωνικής ευπάθειας: οι Neets (Young People Not in Education, Employment or Training)», ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ, Πανεπιστήμιο Κρήτης, ΙΗΔΛ/ΙΤΕ, GPO, 21/6/2011 – 31/5/2013.

[6] Ενημερωτικό Σημείωμα: Καλύτερη επαγγελματική κατάρτιση, καλύτερη ποιότητα ζωής , Μάρτιος 2015, Θεσσαλονίκη, CEDEFOP.

[7] Global Employment Trends for Youth 2013. A generation at risk. ΔΟΕ 2013. (Παγκόσμιες τάσεις απασχόλησης για τη νεολαία 2013. Μια χαμένη γενιά).

[8] Ενημερωτικό Σημείωμα: Καλύτερη επαγγελματική κατάρτιση, καλύτερη ποιότητα ζωής , Μάρτιος 2015, Θεσσαλονίκη, CEDEFOP.

[9] Δρ. Χρύσα Παϊδούση, 2014, Δυϊκό σύστημα επαγγελματικής εκπαίδευσης: Η γερμανική «αφήγηση» για τη σύνδεση εκπαίδευσης και αγοράς εργασίας, Αθήνα, ΕΙΑΔ.

[10] Γούλας, X. Ζάγκος, Χ. Κατσής, Α. Kόκκινος, Γ. Κορδάτος, Π. Μπουκουβάλας, Κ. Παληός, Ζ. Πανδής, Π. Φωτόπουλος, Ν., 2013, Κατάρτιση, Απασχόληση, Εκπαιδευτική Πολιτική, Αθήνα, ΚΑΝΕΠ ΓΣΕΕ.

[11] Βλ. Τσιπούρη Λ. (συντονίστρια), 2006, Η Στρατηγική της Λισαβόνας και οι προκλήσεις των μεταρρυθμίσεων για την Ελλάδα: Προς μία νέα κοινωνική συμφωνία για ανάπτυξη με κοινωνική συνοχή, Αθήνα, ΙΣΤΑΜΕ.

[12] Αλεξάνδρα Ιωαννίδου & Σταύρος Σταύρου, 2013, Προοπτικές μεταρρύθμισης της επαγγελματικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα, Αθήνα, FRIEDRICH EBERT STIFTUNG.

[13] Γούλας, X. Ζάγκος, Χ. Κατσής, Α. Kόκκινος, Γ. Κορδάτος, Π. Μπουκουβάλας, Κ. Παληός, Ζ. Πανδής, Π. Φωτόπουλος, Ν., 2013, Κατάρτιση, Απασχόληση, Εκπαιδευτική Πολιτική, Αθήνα, ΚΑΝΕΠ ΓΣΕΕ.